Απόψεις περί της ουσίας, της αξίας και του δικαίου του Πολέμου
Μπορούμε να ορίσουμε τον πόλεμο; Μπορούμε να τον αξιολογήσουμε; Είναι καλός, κακός ή απλά αναγκαίος; Υπάρχει δίκαιος πόλεμος; |
|
|
|
(3) Η ερμηνεία του Π. Κονδύλη στο έργο των Clausevitz, Marx, Engels
Πριν προχωρήσουμε βασιζόμενοι στον Παναγιώτη Κονδύλη, θα εκθέσουμε δύο επισημάνσεις κάποιων από τους εισηγητές του Just war:
• Η Ελίζαμπεθ Άσκονμπ επισημαίνει ότι όταν κηρύχθηκε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, ο Αμερικανός πρόεδρος ζήτησε από τους εμπολέμους να σεβαστούν τους αμάχους. Ο πόλεμος τελείωσε με εντολή του Αμερικανού προέδρου για τη ρίψη μίας ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα. Δύο διαβήματα για συνθηκολόγηση των Ιαπώνων που είχαν προηγηθεί αγνοήθηκαν. Μία δεύτερη, άλλου τύπου, βόμβα ρίχτηκε στο Ναγκασάκι τρεις μέρες αργότερα, χωρίς να επιδοθεί κανένα τελεσίγραφο.
• Ο Richard Norman επισημαίνει ότι ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος αιτιολογήθηκε από τους νικητές σαν απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον Ναζισμό. Όμως ο Πόλεμος δεν κηρύχθηκε για αυτό, παρά για την εισβολή στην Πολωνία. Για τον τερματισμό του δεν απαιτήθηκε η αποχώρηση των Γερμανών από την Πολωνία και τα άλλα κράτη, αλλά η άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας. Παρότι οι σύμμαχοι επικράτησαν των Γερμανών, το τέλος του Πολέμου βρήκε την Πολωνία με μία αμφίβολη ανεξαρτησία, υπό Σοβιετική επικυριαρχία, και τον κόσμο χωρισμένο σε δύο στρατόπεδα με έναν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο, τον πυρηνικό όλεθρο να αποτελεί μία ρεαλιστική πιθανότητα. Κανείς, παρατηρεί ο Norman, δεν μπορούσε να διανοηθεί το 1939 μια τέτοια εξέλιξη του πολέμου που μόλις άρχιζε.
Αυτές οι παρατηρήσεις προφανώς σημαίνουν ότι ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος υπήρξε απρόβλεπτος και άδικος σε πολλά επίπεδα. Καθώς όμως παρόμοιες αποκλίσεις, διαφορετικής κατά περίπτωση έκτασης, από τις αρχές του Just War παρατηρούνται σε κάθε πόλεμο, μπορεί και να σημαίνουν ότι οι αρχές αυτές είναι μία ακαδημαϊκή άσκηση άσχετη με πραγματικότητα του πολέμου.
Το μόνο ίσως στο οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει η προγενέστερη ανάλυση είναι στο να μην μπορεί, τουλάχιστον, να μας κοροϊδεύει όποιος επιφυλάσσει για τον εαυτό του το ρόλο του δίκαιου διεξαγωγέα πολέμου. Θα μπορούσε, δηλαδή, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης να μην απονείμει το βραβείο στον κ. Τρούμαν όπως ζήτησε η κ. Άσκομπ. Η ίδια ανάλυση επίσης ερμηνεύει συχνά την επικοινωνιακή πολιτική των εμπολέμων. Για παράδειγμα, καταλαβαίνουμε πλέον την θεωρητική ανάγκη που πρέπει να καλυφθεί, και έτσι το Ιράκ «έπρεπε» να διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής, (για να αποτελεί έναν «επιθετικό» αντίπαλο), καταλαβαίνουμε γιατί η τεχνολογία των όπλων ακριβείας προβάλλεται τόσο έντονα, (γιατί μπορεί έτσι να αποφεύγονται τα τυφλά, μαζικά χτυπήματα εναντίον του άμαχου πληθυσμού). Η πραγματικότητα όμως του πολέμου πίσω από την επικοινωνιακή πολιτική βλέπουμε ότι, δυστυχώς, παραμένει αναλλοίωτη.
Αυτός είναι και ο λόγος που θεωρούμε χρήσιμη την παράθεση της ενότητας αυτής στο διάλογο περί του δίκαιου πολέμου.
Προκαταρτικά θα πούμε ότι από τον Clausewitz συνάγεται ότι δεν υπάρχει ούτε τρόπος, ούτε λόγος ηθικής αποτίμησης του πολέμου, αφενός διότι αυτός είναι αναπόδραστος και ανθρωπολογικά θεμελιωμένος άρα ο «δίκαιος σκοπός» δεν έχει νόημα, αφετέρου, ο μετριασμός για ηθικούς λόγους της βίας στα πλαίσια των «δίκαιων μέσων» είναι ασύμβατος με την ίδια την έννοια του πολέμου.
Οι Marx και Engels θεωρούν ομοίως ότι τα «δίκαια μέσα» δεν έχουν νόημα, δίνουν όμως τη δική τους πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία στον «δίκαιο σκοπό» του πολέμου.
• Τι είναι λοιπόν πόλεμος ?
• Η ηθική βελτίωση του ανθρώπου έχει μειώσει την αγριότητα των πρωτόγονων πολέμων ?
• Μπορεί η ειρήνη βαθμιαία να κυριαρχήσει ?
• Που οφείλονται οι πόλεμοι ?
Τι λεει για αυτά ο Clausewitz?
Ο Clausewitz λεει ότι Πόλεμος είναι «πράξη βίας για να εξαναγκάσουμε τον αντίπαλο να εκτελέσει την επιθυμία μας».
Ο Π. Κονδύλης επιστήνει την προσοχή μας στο ότι στον ορισμό αυτό λαμβάνονται υπόψιν υπαρξιακά μεγέθη (βία, αντίπαλος, εξαναγκασμός, επιθυμία) που είναι σταθερά και ικανά να νοηθούν ανεξαρτήτως κοινωνίας ή πολιτισμού, απουσιάζουν γενικότεροι όροι όπως η «σύγκρουση» που το εύρος της την θέτει εκτός του ορισμού του πολέμου. Επισημαίνει επίσης ότι όποτε ο Clausewitz μιλά για πόλεμο δεν λησμονεί το στοιχείο της αχαλίνωτης ωμότητας που συνιστά την αυθεντική αρχή του πολέμου.
Στην αμιγή μορφή του ο πόλεμος επιτείνει την άσκηση βίας στο έσχατο όριο αν αυτό είναι απαραίτητο για την επικράτηση. Ο αμιγής πόλεμος δεν είναι μια θεωρητική σύλληψη. Είναι ο πόλεμος στην καθαρή μορφή του όπως ιστορικά μόνο σε πρωτόγονες εποχές έχει λειτουργήσει. Τότε ο πόλεμος συμπυκνώνονταν σε μία μάχη χωρίς επιζώντες από τη μεριά του ηττημένου. Ο μετριασμός της βίας που παρατηρείται στους πολέμους σε κατάσταση πολιτισμού δεν είναι αποτέλεσμα ανθρωπισμού ή ηθικής, αλλά οφείλεται:
• Σε πρακτική αδυναμία να συμπυκνωθεί η εκφόρτιση της βίας σε ένα σημείο του χρόνου και του χώρου λόγω του μεγέθους των κρατών, των λαών και των στρατευμάτων σε εποχές πολιτισμού καθώς και στην ευρεία τοπική διασπορά τους.
• Στην οργάνωση, προετοιμασία και ικανότητα των πολιτισμένων λαών να σχεδιάζουν και να ενεργούν μακροπρόθεσμα.
• Σε διαφορισμό της βούλησης των ομάδων μέσα στις πολιτισμένες κοινωνίες. «Ο πολιτισμός δημιουργεί μέσα σε ένα κράτος ετερογενείς έλλογους φορείς που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν το ίδιο πράγμα...»
• Σε πάγιες ανθρώπινες αδυναμίες που υπάρχουν ανεξαρτήτως πολιτισμού όπως ο φόβος
Το οποίο σημαίνει ότι σε συνθήκες όπου
• Γίνεται η σύγκρουση
• από ομάδες που αποδέχονται τον πόλεμο
• Και ο φόβος έχει προσωρινά ή μόνιμα (λόγω υπερβάλλουσας ισχύος) παραμεριστεί,
Τότε έχουμε πόλεμο στην άγρια καθαρότητά του.
Μπροστά στην ανάγκη να είναι κανείς αποτελεσματικός, ή, ακόμα περισσότερο, μπροστά στην εφιαλτική προοπτική της ήττας, η δέσμευση σε ηθικές αρχές διεξαγωγής του πολέμου βαθμιαία αλλά ταχύτατα αλληλοκαταργείται (κάθε βιαιότητα ανοίγει τον δρόμο στον αντίπαλο να την ξεπεράσει με μία μεγαλύτερη) και δεν έχει νόημα να μιλάμε για δίκαια διεξαγωγή πολέμου.
Πώς όμως συμβιβάζεται ο φόβος με την έκθεση σε κίνδυνο που συνεπάγεται ο πόλεμος ? Σε ατομικό επίπεδο, ο Clausewitz παρατηρεί ότι η ανθρώπινη φυσιολογία είναι τέτοια που ο άνθρωπος να μην μπορεί να παραιτηθεί απο την ακραία βία, απο την άλλη μερειά να μην μπορεί να ζεί συνεχώς μέσα σε αυτή. Ριζώνει λοιπόν έτσι ένας διχασμός στον άνθρωπο που δεν μπορεί να τον ξεπεράσει η φιλοσοφική λογική.
Η πολιτική σχετίζεται με τον πόλεμο όπως ο άνθρωπος με τη βία: Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει διαρκώς μέσα στη βία αλλά δεν μπορεί και να παραιτηθεί από αυτήν. Αντίστοιχα, η «κοινωνική ένωση» των ανθρώπων δεν μπορεί να διατηρηθεί σε κατάσταση διαρκούς και καθολικής βίας, όμως η δομή και η λειτουργία της γεννά αναγκαστικά τη βία από καιρού εις καιρό. Κοινός παρανομαστής όλων των πολέμων είναι η πολιτική επικοινωνία κυβερνήσεων και λαών. Κατά τον Clausewitz η πολιτική δεν μετριάζει τη βία του πολέμου, γεννά και καθοδηγεί τον πόλεμο γιατί μόνο έτσι μπορεί να υποτάξει τον πόλεμο στους σκοπούς της. Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, και όχι η αιφνίδια διακοπή της πολιτικής επικοινωνίας. Με αυτή την έννοια η ειρήνη δεν είναι το αντίθετο του πολέμου, αν ήταν έτσι μια ειρήνη δεν θα μπορούσε να γεννήσει έναν πόλεμο, όμως η ειρήνη μπορεί θαυμάσια να προετοιμάζει έναν πόλεμο (αυτό ακριβώς προσπαθεί να εξοβελίσει ο Κάντ με τον πρώτο και τον τρίτο όρο της αιώνιας ειρήνης). Αντίθετα, και ο πόλεμος και η ειρήνη είναι μέρος του όλου, της πολιτικής, που χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις και σε ειρηνικές και σε εμπόλεμες καταστάσεις.
Και τι δημιουργεί τις συγκρούσεις μέσα σε μία κοινωνική ένωση ? Ο Clausewitz δεν έχει αμφιβολίες: “Η επιδίωξη ισχύος, η οποία διαποτίζει την πολιτική επικοινωνία.”
Η μόνη διαφορά πολέμου και ειρήνης είναι ότι στον πόλεμο έχουμε χρήση βίας. Σε αυτή την προοπτική γίνεται κατανοητή και μια παρατήρηση του Clausewitz που από πολλούς θεωρήθηκε παραδοξολογία, ότι, δηλαδή, τον πόλεμο τον αρχίζει ο αμυνόμενος, διότι ο επιτιθέμενος θα επιθυμούσε να κατακτήσει κάτι αμαχητί. (βλ. τον διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο). Στην ίδια προοπτική γίνεται κατανοητή και η θέση των Μάρξ και Έγκελς, ότι η ειρήνη δεν είναι αυτοσκοπός, διότι η ειρήνη, καθώς και ο πόλεμος, εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα.
Μία τελευταία άποψη του Clausewitz που θέλουμε να αναφέρουμε είναι η διάκριση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής λειτουργίας του πολέμου. Η διάκριση αυτή έχει ευθεία σχέση με τον προβληματισμό που τέθηκε στην παρέκβασή μας σχετικά με την δυνατότητα στοιχειοθέτησης του «δίκαιου πολέμου»
Πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην αντικειμενική λειτουργία του πολέμου και των υποκειμενικών προθέσεων των εμπολέμων. Μόνο στη δεύτερη περίπτωση έχει νόημα η διάκριση μεταξύ δίκαιων και άδικων πολέμων.
Ο Clausewitz με τη συστηματική μελέτη ιστορικών παραδειγμάτων έχει καταδείξει την υπεροχή της αντικειμενικής σε σχέση με την υποκειμενική πολιτική σε έναν πόλεμο. Έχει δηλαδή δείξει ότι ο τρόπος διεξαγωγής και η εξέλιξη ενός πολέμου επηρεάζεται από αντικειμενικούς παράγοντες (π.χ. οργάνωση και δυναμική της κοινωνίας, ) πολύ περισσότερο από υποκειμενικούς, τις προθέσεις δηλαδή όσων λαμβάνουν αποφάσεις σε έναν πόλεμο, π.χ. της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο πόλεμος μεταξύ Πρωσίας και Αυστρίας, όπου παρά τον ξεκάθαρο σκοπό του Μεγάλου Φρειδερίκου, η νίκη του επί των Αυστριακών δεν μπόρεσε να οδηγήσει παρά σε περιορισμένα οφέλη για την Πρωσία εξ αιτίας της αδράνειας που οι αντικειμενικές συνθήκες επέβαλαν.
|
|