Θ.ΒοήθειαςΘ.Βοήθειας   ΑναζήτησηΑναζήτηση   Εγγεγραμμένα μέληΕγγεγραμμένα μέλη   Ομάδες ΧρηστώνΟμάδες Χρηστών  ΕγγραφήΕγγραφή  ΠροφίλΠροφίλ 
Συνδεθείτε, για να ελέγξετε την αλληλογραφία σαςΣυνδεθείτε, για να ελέγξετε την αλληλογραφία σας   ΣύνδεσηΣύνδεση 

Μία ξεχασμένη συζήτηση ...
Μετάβαση στη σελίδα 1, 2  Επόμενο
 
Δημοσίευση νέας  Θ.Ενότητας   Απάντηση στη Θ.Ενότητα    www.filosofia.gr Αρχική σελίδα -> Φιλοσοφικοί Προβληματισμοί
Επισκόπηση προηγούμενης Θ.Ενότητας :: Επισκόπηση επόμενης Θ.Ενότητας  
Συγγραφέας Μήνυμα
rakis
Πρύτανης


Εγγραφή: 22 Ιαν 2008
Δημοσιεύσεις: 2857

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τετ Μάϊ 26, 2010 6:14 pm    Θέμα δημοσίευσης: Μία ξεχασμένη συζήτηση ... Απάντηση με Συμπερίληψη

Παράθεση:
Raki

Προσπαθώ να εντοπίζω τα όρια της λακανικής σκέψης και να τα αμφισβητήσω δημιουργικά έτσι ώστε να μην προσκολληθώ σε αυτή την σκέψη με τρόπο που δηλώνει εμμονή. Ωστόσο δεν κρύβω ότι η λακανική σκέψη με ελκύει ακόμη πάρα πολύ.

«Το φαντασιακό μπορεί να ιδωθεί και «ανάποδα», δηλ. από την πλευρά του αποκλειόμενου ως προς το εξιδανικευμένο φαντασιωτικό πρότυπο. Η ταυτότητα τη στιγμή που περικλείει, αποκλείει . Η οριοθέτηση αφήνει από έξω μιαν επικράτεια, που για την κατάσταση του Εγώ μένει από έξω, δεν «υπάρχει», ή έχει φασματική ύπαρξη. Αυτή η επικράτεια μπορεί να θεωρηθεί συνώνυμη της «υπονοητικότητας»(implicitness)»

Το φαντασιακό δεν δομείται αποκλειστικά ως εξειδανικευμένη εικόνα του εαυτού (ιδεατό εγώ) αλλά διασχίζεται από μια αντίφαση. Η εικόνα του εαυτού είναι ταυτόχρονα εξειδανικευμένη αλλά και μισητή-αρνητική. Υπάρχει μια ταλάντευση, μια αμφιθυμία μεταξύ της εικόνας που σαγηνεύει και ταυτόχρονα απωθεί. Η ναρκισσιστική ταύτιση αποτελεί το στάδιο όπου ο άλλος αναγνωρίζεται ως σαγηνευτικός αλλά και ταυτόχρονα ως απειλητικός. Η φαντασιακή συγκρότηση του εγώ είναι μια ασταθής συγκρότηση όπου η εικόνα είναι θανατηφόρα αλλά και ελκυστική. Το αμφίσημο του φαντασιακού ο Λακάν στην συνέχεια το μεταφέρει στο συμβολικό όπου η εισαγωγή στην τάξη του σημαίνοντος, επιφέρει την ανάδυση του υποκειμένου αλλά ταυτόχρονα το καταδικάζει στην αιώνια έλλειψη (ευνουχισμός).
Η πρόσληψη του φαντασιακού ως διττού (σαγηνευτικού και θανατηφόρου) νομίζω ότι θα μπορούσε να είναι συμβατή κατά ένα μέρος με την δική σου θεώρηση. Νομίζω ότι το φαντασιακό εμπεριέχει και την αρνητική εικόνα του αυτού όπως και την θετική. Η δική σου θεώρηση στηρίζεται σε ένα στάδιο του καθρέφτη όπου η εικόνα δεν είναι αμφίσημη αλλά είναι κατά βάση αρνητική. Αν δεν παρανοώ τα γραφόμενά σου το συνειδητό στην θεώρησή σου ταυτίζεται με το ιδεατό εγώ ενώ ένα αρνητικό ιδεατό εγώ απωθείται και παράγει το ασυνείδητο. Για τον Φρόυντ όσο και για τον Λακάν το ιδεατό εγώ είναι ασυνείδητο. Το σύστημα αξιών κάποιου αφορά κυρίως το πώς κάποιος βλέπει τον ευατό του (φαντασιακό) και πως νομίζει ότι οι άλλοι βλέπουν τον ευατό του (συμβολικό).

«Για το τελευταίο, η σχέση ιδεολογίας και αναγνώρισης του πραγματικού του συμπτώματός μας είναι σχέση ανταγωνιστική. Η θεσμοποίηση της έλλειψης δεν εξαφανίζει τη φαντασίωση αλλά την εξαρθρώνει, δημιουργώντας την πιθανότητα μιας διαφορετικής σχέσης με τον ipse , την εαυτότητά μας, η οποία αποπειράται να συμβολοποιηθεί, αλλά διαρκώς ξεφεύγει.
Παραδειγματικά, χαρακτηριστικό εξάρθρωσης της φαντασίωσης είναι το σύνθημα σε διαδήλωση του «είμαστε όλοι Αλβανοί». Δεν εξαφανίζει το ότι ζούμε ως Έλληνες αλλά η εξάρθρωση της φαντασίωσης μπορεί να καταπολεμήσει τις ιεραρχίες.»

Η διέλευση της φαντασίωσης όντως προϋποθέτει την ταύτιση με το σύμπτωμα, με την ίδια την φαντασίωση ώστε αυτή να εκπέσει. Ωστόσο νομίζω ότι πρέπει να ορισθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια μια μετα-φαντασιωτική κοινωνία. Ο Λακάν δεν το περιέγραψε με καθόλου μεγάλη σαφήνεια στην θεωρία του για το ασυνείδητο. Ο Σταυρακάκης προτείνει μια ποιοτική μεταβολή, την αποκήρυξη του αντικειμένου α που είναι φαλλικό. Προτείνει την αποδοχή μιας άλλης απόλαυσης μη φαλλικής, μη όλης η οποία θα επιτρέπει την ανάδυση μη ιεραρχικά οργανωμένων κοινωνιών. Η διέλευση της φαντασίωσης σημαίνει την απάρνηση της φαντασίωσης, την αποκήρυξή της. Ο Zizek έχει μια αντίθετη άποψη. Πιστεύει ότι η διέλευση της φαντασίωσης είναι δυνατή με την ταύτιση με την ίδια την φαντασίωση. Η ταύτιση με την ίδια την φαντασίωση είναι αυτή που την εξουδετερώνει. Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο προσεγγίσεων είναι ριζική για την τον στρατηγικό σχεδιασμό και τους πολιτικούς στόχους της αριστεράς. Η διέλευση της φαντασίωσης κατά τον Σταυρακάκη οδηγεί (χοντρικά) στον ρεφορμισμό ενώ του Zizek στην πρόκριση κατακλυσμιαίων αλλαγών. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι το αντικείμενο α έχει έναν διπλό ρόλο. Από την μια μεριά αποτελεί το αντικείμενο που πληρώνει την έλλειψη του συμβολικού και από την άλλη αποτελεί το αντικείμενο που ως απώλεια δημιουργεί την έλλειψη. Σε συμβολικό επίπεδο μπορεί να πληρωθεί η έλλειψη με κάποιο αντικείμενο α έστω προσωρινά ενώ το αντικείμενο α της ενόρμησης είναι το ίδιο το κενό οπότε και δεν μπορεί να βρεθεί ποτέ.
Ο Σταυρακάκης υποστηρίζει μια πολιτική χωρίς την κατάληψη της ηγεμονίας, χωρίς αντικείμενο α, ενώ ο Zizek μια πολιτική όπου η κατάληψη του αντικειμένου α και της ηγεμονίας είναι βασική. Ο Zizek υποστηρίζει ότι η κατοχή του αντικειμένου α αίτιου της επιθυμίας δεν σημαίνει ταυτόχρονα και κάλυψη της έλλειψης αφού άλλο είναι το αντικείμενο της επιθυμίας και άλλο το αντικείμενο της ενόρμησης. Εσύ προτείνεις την θεσμοθέτηση της έλλειψης αλλά δεν το βρίσκω αρκετά αιτιολογημένο και επεξηγημένο. Τι προτείνεις ότι θα αντικαταστήσει για παράδειγμα την εξάρθρωση μιας φαντασίωσης και πώς θα είναι δυνατή μια τέτοια εξάρθρωση; Μοιάζει να προτιμάς την επιλογή του Σταυρακάκη. Ωστόσο στην πρόταση του Σταυρακάκη είναι η έννοια της διέλευσης της φαντασίωσης νομίζω είναι αρκετά προβληματική.

Επίσης νομίζω έχει ενδιαφέρον η μεταφορά του προβληματισμού στην σχέση ιδεολογίας και επιστήμης. Το πρόβλημα αυτό το προσεγγίζει ο Σταυρακάκης μέσα από μια λακανική επίσης οπτική την οποία παρακάτω αναλύω και θα ήθελα και τον δικό σου σχολιασμό.. Σύμφωνα με την λακανική επιστημολογία που επιδιώκει να συγκροτήσει ο Σταυρακάκης, η σημασία και η εγκυρότητα μιας κατασκευής (παράδειγμα) αποδεικνύεται στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης της με το μέρος της φύσης που της διαφεύγει. Η επιβίωση και η ηγεμονική δύναμη των κατασκευών εξαρτάται από την ικανότητά τους να ανταπεξέλθουν στην επαφή τους με το ασταθές και μη αναπαραστάσιμο Πραγματικό της φύσης.
Ο Σταυρακάκης προτείνοντας το Πραγματικό ως επιστημολογικό κριτήριο ορθολογικότητας της επιστήμης αποδίδει σε αυτό αρνητική επιστημολογική αξία. Έτσι όμως η ρήξη του Πραγματικού δεν υποδηλώνει τίποτα άλλο πέραν της ασυμβατότητας ενός συμβάντος προς την ισχύουσα κανονικότητα από την οπτική της οποίας το συμβάν θεωρείται ανωμαλία. Η διάψευση ενός παραδείγματος από το Πραγματικό της φύσης έχει νόημα μόνον εντός του συγκεκριμένου παραδείγματος το οποίο διαψεύδεται. Η διάψευση του ενός παραδείγματος δεν έχει νόημα για ένα άλλο. Κάθε παράδειγμα διατυπώνει διαφορετικά προβλήματα και εξηγήσεις για την πραγματικότητα όπως επίσης οι εμπειρικές παρατηρήσεις του είναι διαποτισμένες από τις θεωρητικές της παραδοχές με αποτέλεσμα τα παραδείγματα να είναι μη συγκρίσιμα. Η ρήξη του Πραγματικού σηματοδοτεί την αλλαγή παραδείγματος αλλά δεν αρκεί για να επιβεβαιωθεί ο ισχυρισμός ότι η αλλαγή αυτή είναι προοδευτική και βασίζεται στην ορθολογική κρίση της επιστημονικής κοινότητας. Το επιστημολογικό κριτήριο (Πραγματικό) που θέτει ο Σταυρακάκης αποτελεί ουσιαστικά ένα κριτήριο βασισμένο στην μη αποτελεσματικότητα ενός παραδείγματος, στην αρνητική του αποτελεσματικότητα. Η αδυναμία ικανοποιητικών προβλέψεων ή/και η διάψευση των ισχυρισμών που απορρέουν από ένα παράδειγμα αποτελεί ένα ανεστραμμένο κριτήριο ορθολογικότητας της κουνιανής επιστημολογίας στην οποία έμφαση δίνεται στην παραγωγικότητα μιας θεωρίας ταυτίζοντάς την με τον ορθολογισμό. Το Πραγματικό ως επιστημολογικό κριτήριο αποτελεί μια ιδιότυπη παραλλαγή του εργαλειακού ορθολογισμού που αποδίδει έμφαση στο αρνητικό πρόσημο της παραγωγής. Επαναδιατυπώνει τους ισχυρισμούς του Kuhn ανεστραμμένους, όπου τονίζεται όχι η αποδοχή ενός νέου παραδείγματος αλλά η απόρριψη του παλιού.


Είχες γράψει φίλε Kraftwek.
Και είχα απαντήσει:

Παράθεση:
Kraftwek

1. Όταν έγραψα δες το και “ανάποδα”, επεδίωκα να αποδείξω αυτή την οντολογική αμφιθυμία, με την έννοια της διαφωράς. (Αν έχεις κάποια ένσταση πες την γιατί και γω αναζητώ το άλλο.)

2. Θα σου πω τη δική μου θέση για την ιδεολογία και την επιστήμη.
Η επιστημονική έρευνα γνωρίζει, αλλά μέσα από ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων, το οποίο εγκαλεί το επιστημονικό υποκείμενο, αλλά όχι αυστηρά -ντετερμινιστικά. Αδιαμφισβήτητο θεωρώ την ανεξάρτητη προΰπαρξη του εξωτερικού κόσμου από τον ανθρώπινο νου, ως πραγματικού που αντιστέκεται. Η ανθρώπινη συνείδηση προσδιορίζεται από τις ιστορικές κοινωνικές συνθήκες και όχι το αντίστροφο. Η γνώση επιτυγχάνεται προσεγγίζοντας τον εξωτερικό κόσμο με πρακτικά αποτελέσματα,είναι ζήτημα επιτελεστικότητας, και όχι τόσο από ένα υποκειμενικό βολονταρισμό, όσο από ένα πλέγμα εμποδίων, αντιφάσεων, άλυτων προβλημάτων, εξαιρέσεων και ανανεώσιμων προβληματισμών που θα σπρώξουν προς τη δημιουργία μιας νέας θεωρίας. Παράλληλα, με την αποδοχή τελεολογικών ερμηνειών του κόσμου εισέρχεται στον επιστημονικό λόγο η μεταφυσική και η θεολογία.
Αυτό διαφέρει από του Κουν γιατί η θεωρία του αντιδιαστέλλει την κοινωνική ψυχολογία των επιστημονικών κοινοτήτων στην αντικειμενική νομική λογική της επιστημονικής έρευνας.
Διαφέρει και από του Πόππερ γιατί η εν λόγω θεωρία δεν αποδέχεται την οργανική σχέση θεωρίας γεγονότων. Τα γεγονότα όμως δεν αποτελούν το εξωτερικό περιβάλλον του σώματος των θεωριών.

3. Το πολιτικό εγχείρημα, έτσι όπως τα λες , σα να κλείνω προς τα του Σταυρακάκη, αλλά δεν είναι. Η προσκόλληση στη φαντασίωση είναι λανθασμένη από την άποψη ότι είναι ολοκληρωτική. Επομένως, ό,τι και προγραμματιστεί πολιτικά πάντα κάτι θα ξεφεύγει. Μήπως πρέπει να στραφούμε σε ένα πέραν μιας δύναμηςεξουσίας; ενός πέραν οιασδήποτε οικονομίας;
Άρα, κάθε θεωρητική πράξη οφείλει να αναγνωρίζει και να κρατά το χάσμα ανάμεσα σε αυτήν και την επιτελεστικότητα.
Το α-δύνατον είναι πέραν κάθε θεωρητικής και επιτελεστικής ιδιοποίησης.
Η απροϋπόθετη έλευση του αδύνατου τρέπει σε φυγή και το επιτελεστικό και το θεωρητικό-συμβολικό.
Έτσι βλέπω πως ο υπολογισμός του ανυπολόγιστου εκ μέρους μας, μας κατευθύνει προς τη ριζική απουσία της αυταπάτης.
Αυτό δεν είναι ρεφορμισμός. Είναι ένα ατέρμονο παλεύειν , είναι η υποκειμενοποίηση του ριζικού κακού μέσα μας, είναι μία σκέψη και μία απόφαση χωρίς άλλοθι. Είναι παράλληλα και η αναγνώριση της έλλειψης του άλλου, η αναγνώριση της ιστορικότητάς του και η έναρξη μιας φιλοσοφίας του "ως εάν". Εν ολίγοις, οτιδήποτε συμβαίνει ενέχει την αποδόμησή του, που έρχεται-συμβαίνει.
Έχουμε μια κληρονομιά, αλλά μήπως πρέπει να προδώσουμε την αλήθεια της;


Υπολογίζοντας και τα όσα έγραψα παρακάτω, μπορείς να τα αξιολογήσεις συνολικά;

http://www.filosofia.gr/item.php?id=364
_________________
Truth springs from argument amongst friends

http://rakis1.wordpress.com/
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
kraftwerk
Επίκουρος


Εγγραφή: 29 Μάϊ 2008
Δημοσιεύσεις: 43

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Παρ Μάϊ 28, 2010 12:17 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

rakis

«Επομένως, δε βρίσκω τι νέο περιεχόμενο θα έχει το επαναστατικό κόμμα, παρά μια αναπαράσταση . Ο αριστερός μπορεί να ανοίξει μια ομαδοποίηση που σέβεται τα πιστεύω του καθενός; Πχ ένας "αριστερός" θα δεχόταν τη συνένωση με μια ομάδα χριστιανών ή του Ισλάμ, να ιδωθούν και αυτά ως δυνάμεις αντικαπιταλιστικές»

Νομίζω ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένας πολιτικός λόγος που θα αποδέχεται την πολυφωνικότητα και την ετερότητα. Θα βασίζεται στο γεγονός της ενδεχομενικής συνάρθρωσης των σημαινόντων στα πλαίσια ενός λόγου. Ο χριστιανισμός και η «αριστερά» δεν αποτελούν αναγκαίως αλληλοαποκλειόμενα πεδία. Μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν στα πλαίσια μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής. Το ειδικό έτσι εγχύεται στο γενικό, υπάρχει μια απορρόφηση του μερικού από το καθολικό. Μία τέτοια στρατηγική συμμαχία παρουσιάζεται πολυεπίπεδη όσον αφορά το πλαίσιο αιτημάτων και διεκδικήσεών της. Αυτή η θεώρηση του λόγου επιτρέπει την αυτονομία των διάφορων πεδίων όπου αναδύονται ανταγωνισμοί και θεμελιώνονται σχέσεις εκμετάλλευσης και ιεραρχίας χωρίς να βασίζεται σε μια δεσπόζουσα δομή από την οποία επικαθορίζονται τα πάντα. Η στρατηγική συμμαχία αρθρώνεται γύρω από έναν λόγο που αναγνωρίζει την ενδεχομενικότητά του και αποδέχεται την ρευστότητα των ταυτίσεων δηλαδή θεμελιώνεται σε μια αντι-ουσιοκρατική προσέγγιση.


Η ιδέα του αγωνιστή - πολεμιστή , που εδώ μόνο διαλεκτική δεν είναι παρά μια παραλλαγή του καντιανού υποκειμένου- πολεμιστή, είναι ένα ασκητικό μοντέλο φετιχιστικής πολιτικής πρακτικής

Ο Ζίζεκ πιστεύω ότι δεν απομακρύνεται ιδιαίτερα από το πρότυπο του αγωνιστή- πολεμιστή καθώς εξιδανικεύει την απόφαση της Αντιγόνης να προβεί σε μια ηρωική πράξη αμφισβήτησης του (συμβολικού) Νόμου του Κρέοντα. Η ηρωική πράξη της Αντιγόνης είναι πράξη αυτοκτονίας, υπακούει σε μια ενόρμηση θανάτου. Η πράξη του Ζίζεκ ισοδυναμεί με μια βίαιη και θανατηφόρα εισβολή του Πραγματικού που θα εξαρθρώσει την υπάρχουσα σταθερότητα του Νόμου που εγγυάται την συμβολική τάξη. Η αντίσταση στον Νόμο εξισώνεται από τον Ζίζεκ με μια στιγμιαία πράξη η οποία θα μετασχηματίσει την πραγματικότητα κατακλυσμιαία και η προσωπική θυσία της ηρωίδας δείχνει την αφοσίωση σε μια ηθική πέραν του καλού και του κακού, σε μια ηθική της ψυχανάλυσης. Ο μεσσιανισμός, με μεσσία και η αυτοκτονία ως ηρωική πράξη αποτελούν για τον Ζίζεκ το θεωρητικό πλαίσιο του εγχειρήματός του. Ο Ζίζεκ παρουσιάζει την ηρωική αυτή πράξη ως αδύνατη η οποία εκ των υστέρων καταδεικνύεται ως δυνατή. Μόνον η πραγματοποίηση του αδυνάτου τροποποιεί αναδρομικά τις δυνατότητες του παρελθόντος.


«Ξεχνιέται επίσης ότι η απλή αποκάλυψη της αλήθειας δεν φέρνει την επανάσταση ή τουλάχιστον την αντίδραση. Η διαρκής αποκάλυψη της πραγματικότητας μπορεί να δημιουργήσει ένα εφιαλτικό τρομαχτικό τοπίο που δίνει την εντύπωση πως αδυνατεί να αλλάξει.»

Η απλή αποκάλυψη της αλήθειας σίγουρα δεν οδηγεί σε αλλαγή. Ο Καστοριάδης με το να προτείνει συνεχή διαύγαση ως πρόταγμα ενός υποκειμένου που αναζητά την αυτονομία του δεν καταφέρνει παρά να εξιδανικεύσει την ομφαλοσκόπηση. Η αποκάλυψη της αλήθειας επίσης απωθεί το γεγονός ότι κάθε αλήθεια έχει την δομή μυθοπλασίας σύμφωνα με τον Λακάν. Δεν πρόκειται για αποκάλυψη αλλά για κατασκευή μιας άλλης πραγματικότητας όπου τονίζεται ο ενδεχομενικός χαρακτήρας της κατασκευής. Η αγκύρωση στην «πραγματικότητα» δεν οφείλεται σε λόγους άγνοιας. Τις περισσότερες φορές το υποκείμενο γνωρίζει ότι κάτι δεν το ωφελεί όμως εμμένει, πάσχει από αυτό, απολαμβάνει. Η κατανόηση της συναισθηματικής συνιστώσας είναι καταλυτική στο να κατανοήσουμε τι επιφέρει αλλαγή στην συμβολική τάξη. Η φαντασίωση της πραγματικότητας στηρίζεται στην απόλαυση του υποκειμένου. Όταν το υποκείμενο σταματά να απολαμβάνει, η φαντασίωση της ολότητας καταρρέει. Αυτή είναι και η κυριότερη συμβολή του Ζίζεκ στην λακανική αριστερά. Η διαπίστωση ότι υπάρχει ένα αντικείμενο α μικρό το οποίο στηρίζει την συμβολική τάξη, λειτουργεί σαν κύριο σημαίνον και επιτρέπει την διαρραφή της αλυσίδας των σημαινόντων με την δημιουργία κομβικών σημείων.


«Χρειάζεται να βρούμε ένα λόγο που έλκει, να σαγηνεύει.»

Η έννοια της σαγήνης που αναφέρεις μου φέρνει στο μυαλό το βιβλίο του Μπωντριγιάρ περί σαγήνης. Ο Μπωντριγιάρ προτείνει μια στρατηγική υπονόμευσης της παραγωγής μέσα από το παιχνίδι των σημείων, μέσα από την σαγήνη των ίδιων των σημείων. Η σαγήνη είναι αυτή που εκτρέπει συνεχώς έναν λόγο από την αλήθεια του. Μέσα από την σαγήνη αποσταθεροποιείται ο Νόμος γιατί ακόμη και αυτός δεν μπορεί να επιβληθεί σε μια διαρκής εναλλαγή, σε μια κυριαρχία των σημαινόντων έναντι των σημαινόμενων.

Η δημιουργία κοινοτήτων με βάση την συναίνεση μπορεί ως πρόταση να οριστεί ως μετα-αναρχική. Την βρίσκω αρκετά ενδιαφέρουσα. Η λακανική ψυχανάλυση είναι αυτή που τονίζει ότι η έλλειψη βρίσκεται στο υποκείμενο όσο και στον Άλλο. Δεν υπάρχει Άλλος του Άλλου, δεν υπάρχει τελικός εγγυητής της Αλήθειας, δεν υφίσταται κάποια αυθεντία. Στον Άλλο υπάρχει η τρύπα του Πραγματικού που τον καθιστά ελλειπή. Επίσης ο Λακάν έχει περιγράψει και σχολιάσει τον λεγόμενο λόγο του Κυρίου όπου εγκαθίσταται μια ιεραρχική σχέση μεταξύ κύριου και δούλου. Ο Ζίζεκ στην συνέντευξή του I am fighting atheist κατακρίνει σφόδρα τον αναρχισμό ακόμη και με την προοπτική που προτείνεις.

Το πρώτο επιχείρημα που αναφέρει είναι η αναποτελεσματικότητα μικρών ομάδων που δεν έχουν κοινή στόχευση και δράση στα πλαίσια ενός παγκόσμιου στρατηγικού σχεδιασμού. Η νομαδικότητα κατά τον Ζίζεκ αποδεικνύεται ανεπαρκής στο να άρει συνολικά τις σχέσεις καταπίεσης. Βέβαια μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι μέσα από την νομαδική δράση αποφεύγεται ο ολοκληρωτισμός και η πειθάρχηση σε αυθεντίες. Ένα άλλο σοβαρό επιχείρημα του Ζίζεκ είναι η ύπαρξη ενός κρυφού Κυρίου μέσα στις αναρχικές ομάδες. Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι από προσωπική του εμπειρία όπως αναφέρει σε κάθε ομάδα υπάρχει ένας κρυφός κύριος ο οποίος πιέζει τους άλλους να διαφυλάξουν την καθαρότητα μιας μη ιεραρχικής αρχής. Ο Eric Hobsbaum στο βιβλίο του για τον αναρχισμό έχει σχεδόν ταυτόσημη άποψη.

Από την άλλη μεριά ο Λακλό φαίνεται να έχει μια πιο θετική στάση προς τον λακανικό μετα-αναρχισμό. Έχει γράψει τον πρόλογο στο βιβλίο From Bakunin to Lacan: anti-authoritarianism and the dislocation of power του Saul Νewman. Ο Newman βασίζεται στον Στίρνερ ο οποίος υποστήριζε την αντι- ουσιοκρατία και τον Λακάν ο οποίος υποστήριξε την μη ολοκληροσιμότητα οποιασδήποτε δομής. Με τον Λακάν ασχολείται στο κεφάλαιο με τίτλο Έλλειψη του έξω/ Έξω από την έλλειψη. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο και σίγουρα έχει ενδιαφέρον στο πως θεμελιώνει την άποψή του ο συγγραφέας. Νομίζω ότι επιχειρηματολογεί υπέρ της ύπαρξης μιας δομής έξω από την έλλειψη, ίσως να εννοεί το Πραγματικό.

Πάντως η Μουφ σε μια κριτική της στον αναρχισμό αναφέρει ότι ο αναρχισμός βασίζεται σε μια ουτοπική εκπλήρωση μιας φαντασίωσης πληρότητας, όπου οι ανταγωνισμοί τερματίζονται και η ιδεολογία παύει να υπάρχει. Η συγκρότηση ομάδων με βάση την συναίνεση απωθεί το Πραγματικό (ανταγωνισμός) που είναι δομικό τμήμα κάθε κοινωνικού. Οι κοινωνικές σχέσεις διακρίνονται από ένα τραύμα, πάντα αποτυγχάνουν ως ένα σημείο. Αυτό σημαίνει ότι στις αναρχικές ομάδες αναπτύσσονται ανταγωνισμοί που επιτρέπουν την ανάδυση εξουσιαστικών σχέσεων. Ποτέ δεν θα είναι αρμονική η σχέση του υποκειμένου με τον Άλλο. Βέβαια νομίζω ότι δέχεσαι την πιθανή ύπαρξη ανταγωνισμών μέσα στην ομάδα αλλά σύμφωνα με την καταστατική δημιουργία της υπερτερεί η συναίνεση.

Ωστόσο πως επιτυγχάνεται αυτή η συναίνεση; Βασίζεται σε έναν ορθολογικό διάλογο και μια διατήρηση μιας επικοινωνίας βασισμένης στην ηθική; Αν ναι τότε η κριτική που μπορεί να ασκηθεί είναι αυτή που μπορεί να ασκηθεί και στον Χάμπερμας. Ότι οι πομποί και οι δέκτες της επικοινωνίας δεν κατέχουν πάντα την ίδια θέση ισχύος, ότι δεν επιθυμούν επίλυση με βάση το κοινό συμφέρον, ότι κάποιος χρησιμοποιεί ρητορικά τεχνάσματα, ότι πιθανόν να μην καταλήξουν σε καμία συναίνεση, ότι η συναίνεση εξιδανικεύεται σε αντίθεση με την διαφωνία και την αντιπαράθεση.

Ίσως να απαντήσει κάποιος ότι η ηθική της ψυχανάλυσης μπορεί να προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο επικοινωνίας και νομιμοποίησης μιας απόφασης της ομάδας. Όμως η ψυχαναλυτική ηθική δεν βασίζεται σε μια ιδέα του αγαθού, αντιθέτως εναντιώνεται τελείως σε αυτό. Ο Ζίζεκ εκκινώντας από την ηθική της ψυχανάλυσης καταλήγει στην αποθέωση μιας ηρωικής(Wink πράξης που οδηγεί στην αυτοκτονία.Με ποιόν τρόπο θα θεμελιωθούν οι αξίες που θα διέπουν μια ομάδα που συγκροτήθηκε με βάση την συναίνεση; Κάποιος υποτιθέμενος ουμανισμός; η αλληλεγύη και η δικαιοσύνη; Πως θεμελιώνονται αυτές οι αξίες; Αυθαίρετα ή μεταφυσικά; Επίσης γιατί πιστεύεις ότι η Δικαιοσύνη είναι μη αποδομήσιμη όπως λέει ο Ντερριντά; Δεν νομίζεις ότι λειτουργεί ως κύριο σημαίνον; Η Δικαιοσύνη δεν αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο σημαινόμενο. Η απροσδιοριστία της ως διαρκώς ελευσόμενη δεν αποτελεί κενό σημαίνον;

Η δημιουργία ομάδων με βάση την συναίνεση είναι πιο κοντά στο θεωρητικό σχέδιο των Λακλό, Μουφ και Σταυρακάκη παρά τον Ζίζεκ. Ο λακανικός αναρχισμός απορρίπτει την βία σε αντίθεση με τον Ζίζεκ ο οποίος φαίνεται να συμφωνεί με την ύπαρξη μιας θεικής βίας (Μπενγιαμιν) που μετασχηματίζει την κοινωνία.

Αντιθέτως ο Σταυρακάκης υποστηρίζει την ύπαρξη μιας άλλης απόλαυσης μη φαλλικής η οποία είναι μη ιεραρχική, μη κυριαρχική, μη όλη. Αυτό προϋποθέτει μια απόλαυση παραπληρωματική (suppleance) η οποία λειτουργεί ως σημαίνον που δεν σημαίνει τίποτα στην συμβολική τάξη (ή σημαίνει την απουσία σημαίνοντος) ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει την απευθείας απόλαυση. Έτσι το αντικείμενο α αποκολλείται από την φαντασίωση και αυτή διαλύεται. Δεν μπορεί να σταθεί φαντασίωση χωρίς αντικείμενο α. Η άλλη απόλαυση επιτρέπει την απόλαυση χωρίς φαντασίωση γιατί είναι η απόλαυση του μη όλου, είναι η απόλαυση που δεν σχετίζεται με το αντικείμενο α. Ο αποχωρισμός από το αντικείμενο α και η απόλαυση μιας άλλης απόλαυσης αποτελεί για τον Σταυρακάκη την διέλευση της φαντασίωσης. Η Άλλη απόλαυση θα μπορουσε να συνδεθεί πιθανόν με έναν λακανικό αναρχισμό.

Ωστόσο αυτή η προσέγγιση του Σταυρακάκη έχει δεχτεί δριμεία κριτική από τον Ζίζεκ ο οποίος τον κατηγορεί ότι αντιλαμβάνεται τελείως απλοϊκά και λανθασμένα την έννοια της διέλευσης της φαντασίωσης στο άρθρο του «ενάντια στην πολιτική της jouissance». Η διέλευση της φαντασίωσης δεν σημαίνει το ξεπέρασμά της μέσω της απόρριψής της αλλά ακριβώς το αντίθετο, σημαίνει την πλήρη ταύτιση με αυτήν. Η σαρκαστική ταύτιση με αυτή, η παρωδιακή επανάληψη , η χιουμοριστική κατάφασή της οδηγεί στην αποδυνάμωσή της και όχι η απάρνησή της. Επίσης η έννοια της Άλλης απόλαυσης είναι προβληματική. Ο Λακάν όταν μιλάει για αυτή αναφέρεται για παράδειγμα στην δολοφονία των παιδών της Μήδειας από την ίδια ώστε να πληγώσει τον σύζυγο. Η άλλη απόλαυση δεν αναφέρεται ως μη ιεραρχική, μη κυριαρχική και μη όλη. Απλά αναφέρεται ως μη φαλλική, ως θηλυκή απόλαυση, ως απόλαυση του Άλλου.

Μια λακανική προσέγγιση της αναρχίας πρέπει να εξετάσει την σχέση υποκειμένων με την επιθυμία και την απόλαυση καθώς πως αντιλαμβάνεται την διέλευση της φαντασίωσης. Μία αναρχική θεωρία θα αποδέχεται μια έννοια μετα- ηγεμονίας όπως ο Σταυρακάκης για παράδειγμα, ο οποίος απομακρύνεται αρκετά από την έννοια της ηγεμονίας του Γκράμσι. Νομίζω ότι ο μετα-αναρχισμός απαιτεί μια πιο στέρεη θεωρητική θεμελίωση που θα αξιοποιεί την έννοια του ανταγωνισμού περισσότερο και την έννοια της συναίνεσης λιγότερο έτσι ώστε η πολυφωνία και η μη κυριαρχία να προωθούνται συνεπέστερα.

«Η επιστημονική έρευνα γνωρίζει, αλλά μέσα από ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων, το οποίο εγκαλεί το επιστημονικό υποκείμενο, αλλά όχι αυστηρά -ντετερμινιστικά. Αδιαμφισβήτητο θεωρώ την ανεξάρτητη προΰπαρξη του εξωτερικού κόσμου από τον ανθρώπινο νου, ως πραγματικού που αντιστέκεται. Η ανθρώπινη συνείδηση προσδιορίζεται από τις ιστορικές κοινωνικές συνθήκες και όχι το αντίστροφο. Η γνώση επιτυγχάνεται προσεγγίζοντας τον εξωτερικό κόσμο με πρακτικά αποτελέσματα,είναι ζήτημα επιτελεστικότητας, και όχι τόσο από ένα υποκειμενικό βολονταρισμό, όσο από ένα πλέγμα εμποδίων, αντιφάσεων, άλυτων προβλημάτων, εξαιρέσεων και ανανεώσιμων προβληματισμών που θα σπρώξουν προς τη δημιουργία μιας νέας θεωρίας. Παράλληλα, με την αποδοχή τελεολογικών ερμηνειών του κόσμου εισέρχεται στον επιστημονικό λόγο η μεταφυσική και η θεολογία.»

Όσον αφορά την λακανική επιστημολογία έτσι όπως την κατανοώ εγώ ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με την αλτουσσεριανή επιστημολογία. Ωστόσο νομίζω ότι η αλτουσσεριανή επιστημολογία έχει κάποια τυφλά σημαία, το υποκείμενο της επιστήμης, που είναι υποκείμενο που επιθυμεί και απολαμβάνει. Μία προσπάθεια κατανόησης της επιστημονικής κοινότητας δεν πρέπει να συγχέεται με τον ψυχολογισμό ή τον υποκειμενισμό. Το υποκείμενο της ψυχανάλυσης ταυτίζεται με το υποκείμενο της ψυχανάλυσης. Η εισαγωγή της έννοιας του υποκειμένου της επιστήμης μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της έννοιας του επιστημολογικού εμποδίου, στον πληρέστερο καθορισμό του καθεστώτος του.

Το επιστημολογικό εμπόδιο δεν πρέπει να ταυτίζεται με τα ιδεολογικά στοιχεία μιας επιστήμης. Το επιστημολογικό εμπόδιο είναι αυτό που στηρίζει την ιδεολογία και πρέπει να ταυτιστεί με την απόλαυση του επιστημικού υποκειμένου. Η αποδοχή μιας θεωρίας εκτός από λογική επιχειρηματολογία ενέχει κάτι της τάξης του παθήματος, της συγκίνησης, δηλαδή της τάξης του αντικειμένου α. Η απόλαυση είναι αυτή που στηρίζει τις ιδεολογικές παραδοχές και καθιστά δυσχερή την αναγνώριση και κριτική επερώτησή τους. Η απόλαυση του υποκειμένου της επιστήμης οδηγεί σε μια καθήλωση που δεν επιτρέπει την μετάβαση σε μια νέα δομή, λειτουργεί ως είδος αδράνειας που εγκλωβίζει το υποκείμενο σε μια θεμελιώδη φαντασίωση. Η απόλαυση υποδεικνύει γιατί οι επιστήμονες ακόμη και αν έχουν αναγνωρίσει ιδεολογικά στοιχεία σε μια θεωρία συνεχίζουν να την υπερασπίζονται χωρίς να έχουν καμία θέληση να την εγκαταλείψουν. Οι πειραματικές ενδείξεις που οδηγούν στην κατάρρευση ενός παραδείγματος αγνοούνται ή μειώνεται η σημασία τους γιατί η επικέντρωση σε αυτές θα σήμαινε την απώλεια της απόλαυσης του επιστημικού υποκειμένου Η απόλαυση του υποκειμένου (επιστημολογικό εμπόδιο) συνδέεται με μια φαντασίωση αρμονίας στην επιστήμη.

Για παράδειγμα η επιμονή του Κοπέρνικου σε κυκλικές τροχιές όπου ο κύκλος εκλαμβάνονταν ως αρμονικό γεωμετρικό σχήμα. Η πίστη του Κέπλερ στην θεωρία της μουσικής των σφαιρών βασίζεται σε μια φαντασίωσης μουσικής αρμονίας που διέπει τις κινήσεις και τις αποστάσεις των πλανητών. Επίσης ο μαθηματικός ιδεαλισμός του Γαλιλαίου βασίζεται σε μια φαντασίωση μαθηματικής αρμονίας. Η θεωρία της βαρύτητας του Νεύτωνα αποτελεί προέκταση της αλχημιστικής αρχής όπως πάνω έτσι και κάτω. Η βαρύτητα είναι μια ενοποιητική αρχή του επουράνιου με το γήινο. Η απόλαυση εξηγεί γιατί ανορθολογικά στοιχεία εμμένουν, μπορεί να εξηγηθεί με ένα είδος αδράνειας, με μια αδυναμία αλλαγής ή προσαρμογής στο περιβάλλον με όρους περισσότερο βιολογικούς. Η διέλευση της φαντασίωσης του επιστημικού υποκειμένου είναι μη αντιστρεπτή διαδικασία και είναι αυτή που εγγυάται την πρόοδο της επιστήμης.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
rakis
Πρύτανης


Εγγραφή: 22 Ιαν 2008
Δημοσιεύσεις: 2857

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Παρ Μάϊ 28, 2010 11:49 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Διαβάζοντας τα τόσο πολύ γόνιμα σχόλιά σου, δίκιο έχει ο Λακάν που λέει ότι ο λόγος είναι ηδονή.
Laughing

Ο μετασχηματισμός της πραγματικότητας κατακλυσμιαία χτυπάει κάπως. Πώς θα γίνει αυτό, όταν πάντα κάτι ξεφεύγει; Μεγάλες κουβέντες. Αντίθετα, εγώ τις αλλαγές τις βλέπω σαν να περπατάμε σε ένα δαχτυλίδι Mοbius.

Ο Ζίζεκ δε βυθίζεται στη φαντασίωση, όταν επιμένει σε κάτι τέτοιο ; Και γιατί λέει ότι πρέπει να ταυτιστούμε πλήρως για να την υπερνικήσουμε; αυτό μπορεί να οδηγήσει στη ναρκισσιστική καθήλωση στην ταυτότητά. Θα μου πεις ότι η λύση είναι ο σαρκασμός. Φτάνει αυτό ρε συ φίλε Kraftwek; Και ο Σταυρακάκης δε νομίζω να μιλά ή να εννοεί για απάρνηση αλλά εξάρθρωση. Δε το βλέπω το ίδιο.
Εγώ τι θα χρησιμοποιούσα; τη λέξη εκκέντρωση (το ίδιο θα λεγα και για τον επιστήμονα), αλλού έχεις “αποδυνάμωση” με το οποίο θα συμφωνούσα. Καταρχάς, συμφωνώ μαζί με την κριτική σου στον Καστοριάδη. Δύσκολα να δεχτώ με ευκολία, την καστοριαδική υπεραισιοδοξία για την αυτονομία, τον αναστοχασμό και την ευθύνη. Και αυτό για τους παρακάτω λόγους.


Πρώτον. Τι σημαίνει συνειδητοποιώ;

Συνειδητοποιώ: Στρέφομαι στον εαυτό μου και του αναγνωρίζω μία λανθάνουσα ταυτότητα, ή καλύτερα η λανθάνουσα ταυτότητα έρχεται στο φως και γίνεται κυρίαρχη(άρα πάλι ένα μοντέλο εξουσίας-υποταγής).

Διαμορφώνεται μία υποθετική τοπολογία(χωρίς να είναι απολύτως κακό αυτό) κατά την οποία ένα κομμάτι του εαυτού εναντιώνεται ενός άλλου που θεωρεί ψευδές. Άρα, το 1ο κατέχει την αλήθεια ή είναι το αληθές. Είναι επίσης επικριτικό και επιδιώκει να περάσει το 2ο σε δεύτερη μοίρα , αν όχι να το εξαφανίσει.

Επίσης, το πρώτο εγώ το αλλοτριωμένο, είχε στόχους , όπως και το 2ο έχουν διαφορετικούς στόχους, άρα και διαφορετικές υποσχέσεις.

Σε αυτήν τη ψυχική μορφή αναστοχαστικότητας η κριτική βαθμίδα είναι διχαστική. Το εγώ καθίσταται αντικείμενο του εαυτού του, όπου το ένοχο εγώ πρέπει να περιοριστεί ως εκφραστής των εξουσιαστικών δομών της εξωτερικότητας.
Το "νέο" αναδυθέν εγώ από την άλλη, είναι ο εκφραστής του ορθού και του τιμωρού του άλλου εγώ, του ένοχου. Ο αυτοβασανισμός είναι μια μορφή σαδισμού την ίδια στιγμή που υπάρχει και μια επιθυμία διατήρησης της ταυτότητας.Έχουμε τη σύγκρουση ανάμεσα σε μία κακή και μία καλή συνείδηση.

Επομένως, η κακή συνείδηση είναι αυτή που δημιουργεί το καλό Εγώ. Ένα Εγώ που τηρεί τον λόγο του, την υπόσχεσή του διαχρονικά, την υπόσχεση της πλήρωσης(Το καλό εγώ υπόσχεται την ολοκλήρωση).

Πρόκειται δηλ. για ένα "ένστικτο" της ελευθερίας που ήταν λανθάνον διά της βίας(η επιβολή του νόμου που δημιουργεί την κακή συνείδηση).

Πού έγκειται αυτή η ελευθερία; αυτό το ίχνος της; Στην ευχαρίστηση που προκαλεί πόνο στον εαυτό. Στην αυτοτιμωρία.

Θέτω για προβληματισμό μια τέτοια ανάπτυξη της συνειδητοποίησης, γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο δυιστική (καλό-κακό εγώ), και ουσιοκρατική, ιεροκρατική(ενοχές,αυτοτιμωρία) παραβλέποντας το ναρκισσισμό, μαζοχισμό(η γνώση της αλήθειας ή του συμφέροντος δε μεταμορφώνει το υποκείμενο σε επαναστατικό,αντίθετα υπάρχουν καταστάσεις όπου η προσκόλληση σε μια φαντασίωση, ένα ιδεώδες,πχ έθνος,θεός, εκβάλλουν σε μαζοχιστικές συμπεριφορές).



Δεύτερον. Η έλλειψη και το διχασμένο υποκείμενο.

Το υποκείμενο διαμορφώνεται σε μια ριζική έλλειψη, σε έναν διχασμό.
Και η αποσιώπηση της εγκάρσιας έλλειψης καταπολεμάται με την προσκόλληση στη φαντασίωση για να αναδυθεί ένα εγώ που φαντασιωτικά είναι πλήρες. Πράγμα που σημαίνει ότι το ΕΓΩ διαμορφώνεται από την έλλειψη και είναι η απόκρυψή της και μάλιστα είναι επικριτικό στον εαυτό του γιατί το υποκείμενο δεν μπορεί να γεμίσει αυτή την έλλειψη που δεν μπορεί να πληρωθεί ποτέ. Η αμφιθυμία λοιπόν είναι ότι το υποκείμενο αγαπά το Νόμο γιατί του δίνει ύπαρξη αλλά και το μισεί γιατί υπόρρητα υπάρχει μια διαρκής έλλειψη. Η φαντασίωση δεν εξαφανίζει την έλλειψη , την αποκρύπτει.
Κανένας δεν εξαιρείται από αυτό.
Το επικριτικό Εγώ είναι ο Νόμος, και άρα η αυτονομία είναι επίδικο θέμα.
ο Άλλος-το εξουσιαστικό κοινωνικό, με διαμορφώνει αλλά όχι πλήρως.
Η υποκειμενικοποίησή μου,μας,(η διαμόρφωση του Εγώ μας που είναι στη βάση της κυρίαρχης ηθικής) από το κοινωνικό που εισβάλλει μέσα μας δημιουργεί και απουποκειμενικοποιήσεις δηλ. σώματα που δεν έχουν σημασία , που αποκλείονται, που είναι παράνομα.

Τρίτον: Η λύση( ; )

Αυτή η στροφή στην επικράτεια απονομιμοποιημένων σωμάτων, είναι η δυνατότητα που δίνεται στο Εγώ να εκκεντρωθεί.
Κατά συνέπεια , όταν το Εγώ εκκεντρωθεί, τότε ανοίγονται οι οδοί για ένα πέραν της ηθικής.
Πρόκειται για μία διαδικασία πένθους που μας ξεκολλά από την αγάπη στο χαμένο αντικείμενο(πχ ένα ιδεατό αντικείμενο όπως η πατρίδα, το έθνος,ο παράδεισος,ήτοι ιδεώδη απόλυτης αρμονίας), και μας στρέφει πάλι εμάς και την επιθετικότητά μας στο εξωτερικό/κοινωνικό.
Αν η ανάληψη ευθύνης είναι μία (επι)κριτική επιθετικότητα του εγώ μας προς εμάς, ο θάνατος του Εγώ(με την έννοια της εκκέντρωσης, γιατί ο θάνατος του εγώ είναι αδύνατος) είναι ένα άνοιγμα προς το έξω και η συνθήκη για μια ριζική απουσία αυταπάτης.

Η άλλη απόλαυση ή η συνέχεια της λύσης( ; )

Εκτιμώ πως κάνεις ένα λάθος. Το '64 ο Λακάν δεν υποπίπτει σε έναν “φαλλοκεντρικό πριαπισμό”, αλλά επανεισάγει το πραγματικό ως αντικείμενο α , όχι ως φαλλικό όργανο, αλλά ως όργανο της ενόρμησης. Αυτό το άλλο όργανο δεν ενεργοποιείται από τον Φαλλό. Με βάση αυτό, η ενόρμηση δε σημασιοδοτείται από τον Φαλλό αλλά ορίζεται ως αντικειμενότροπο θραύσμα χωρίς έμφυλη σημασιοδότηση. Κατά συνάφεια, το πραγματικό ως αντικείμενο α, είναι το κατάλοιπο που απομένει έκκεντρα από κάθε προβολή που τον εντάσσει φαντασιακά σε ένα ναρκισσιστικό πλαίσιο.

Το Πραγματικό του Άλλου είναι η ύπαρξή του ως εξωτερικότητα. Στο σημείο αυτό θα διαφοροποιούμουνα από τον Σταυρακάκη, γιατί δε θα χρησιμοποιούσα τη λέξη απόλαυση αποκλειστικά. Υπάρχει αγάπη που αγγίζει την εξωτερικότητα του πραγματικού άλλου. Είναι η αγάπη του Πραγματικού Άλλου πέρα από το σημείο αναγνώρισης. Μόνο υποκειμενικοποιώντας το δικό του θάνατο το υποκείμενο(βλ. παραπάνω εκκέντρωση) , αποκτά τη δυνατότητα να προσεγγίσει το συμβάν της αγάπης. Εδώ όμως είναι που καθίσταται δυνατό και το αληθινό μίσος. Ο Λακάν υποστηρίζει πως “ η αληθινή αγάπη εκβάλλει στο μίσος” . Μην ξεχνούμε ότι το ξένο σώμα είναι το δικό μας σώμα. Στο φίλο ενοικεί ο εχθρός και αντίστροφα. Η εγκαθίδρυση του κοινωνικού δεσμού επέρχεται με την παραίτηση από την απόλαυση και η παραίτηση αυτή συνεπάγεται αναγκαστικά μια σχέση αγάπης-μίσους, που από τη μια, μας εξανθρωπίζει, από την άλλη μας στερεί την απόλαυση. Ε λοιπόν η ψυχανάλυση επιφέρει μια ηθική ανάληψη ευθύνης ακριβώς απέναντι σε αυτήν την αμφιθυμία. Εργάζεται προς την κατεύθυνση μιας δυνατής κατονομασίας της αμφιθυμίας.

Συνέχεια κριτικής για τον Ζίζεκ

Μετά, όντως επικαλείται τη θεϊκή βία α λα Μπένγιαμιν ; Να έλεγα ότι τον παρερμηνεύεις θα ήταν λάθος, διότι ο Ζίζεκ φαίνεται να είναι αντιφατικός.

Τα παρακάτω είναι λόγια του Ζίζεκ:

“ Τη στιγμή που ένα κόμμα αξιώνει πλήρως να πραγματώσει τη Δικαιοσύνη, να τη μεταφράσει σε μια ενεργή κατάσταση πραγμάτων, να μεταβεί από τη φασματική democratie a venir στην ενεργή Δημοκρατία , βρισκόμαστε σε μιαν καταστροφή ολοκληρωτισμού – με καντιανούς όρους, το Υψηλό μεταβάλλεται στο Τερατώδες”

Ζίζεκ, The Ticklish Subject, σ. 233

Επομένως, ο Ζίζεκ δεν (φαίνεται να) είναι “μπενγιανιμικός”. Αντίθετα, συνοδοιπορεί με τον Ντερριντά, όπως τον χρησιμοποιώ, ως προς τη σχέση Δικαίου και της μη – αποδομήσιμης Δικαιοσύνης.(Αναρωτιέμαι βέβαια πώς μια τέτοια θέση συμβιβάζεται με την πρόταση για ένα ηγεμονικό κόμμα, εδώ διαβλέπω την αντίφαση στο Ζίζεκ). Κατά τον Ντερριντά, η θεϊκή βία θέτει τη Δικαιοσύνη ενάντια στο Δίκαιο για να το εκμηδενίσει. Όμως για τον Ντερριντά, Δίκαιο και Δικαιοσύνη δεν αποσυνδέονται, γιατί αν η ιδέα της δικαιοσύνης αφεθεί στον εαυτό της, τότε είναι πολύ κοντά στο κακό.

Συνδυάζοντάς το με τη δική σου κριτική διερώτηση θα αρνιόμουν ότι η Δικαιοσύνη είναι ένα κενό σημαίνον, αν σκεφτούμε πως κάθε θεωρητική πράξη οφείλει να αναγνωρίζει και να κρατά το χάσμα ανάμεσα σε αυτήν και την επιτελεστικότητα. Εδώ βρίσκεται η προϋπόθεση της αλήθειας.
Το α-δύνατον είναι πέραν κάθε θεωρητικής και επιτελεστικής ιδιοποίησης.
Η απροϋπόθετη έλευση του αδύνατου τρέπει σε φυγή και το επιτελεστικό και το θεωρητικό-συμβολικό. Η εισβολή του α-προϋπόθετου στον Ντερριντά μοιάζει να είναι σαν την εισβολή του λακανικού Πραγματικού στο φαντασιακό ή συμβολικό. Το α-προϋπόθετο, το α-δύνατο στον Ντερριντά είναι που διαρρηγνύει τη φαντασίωση.




Το θέμα της συναίνεσης

Δε θα μακρηγορήσω. Η πολυφωνία και μη κυριαρχία αν συν-ανα-πληρώνει τη συναίνεση, (που δε νομίζω ότι το ένα αποκλείει το άλλο, έτσι δεν είναι; ), και αντίστροφα, συμφωνώ απόλυτα. Τώρα, αν αυτό είναι μετα-αναρχισμός, θα πω στον υπεύθυνο του φόρουμ να αλλάξει τον τίτλο του κειμένου μου.
Laughing
Το σίγουρο είναι πως με τον Χάμπερμας διαφωνώ, όπως πολύ καλά τα λες.
_________________
Truth springs from argument amongst friends

http://rakis1.wordpress.com/
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
kraftwerk
Επίκουρος


Εγγραφή: 29 Μάϊ 2008
Δημοσιεύσεις: 43

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τετ Ιούν 02, 2010 9:44 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Κριτική στον Ζίζεκ

«Ο Ζίζεκ δε βυθίζεται στη φαντασίωση, όταν επιμένει σε κάτι τέτοιο ; Και γιατί λέει ότι πρέπει να ταυτιστούμε πλήρως για να την υπερνικήσουμε;»

Ο Ζίζεκ δεν θεωρεί ότι η ταύτιση με την φαντασίωση μπορεί να οδηγήσει στην αλλαγή της συμβολικής τάξης. Η αναφορά του στην ταύτιση με την φαντασίωση γίνεται για να κριτικάρει τον Σταυρακάκη. Ο Ζίζεκ θεωρεί ότι ο Σταυρακάκης με τον όρο διέλευση της φαντασίωσης εννοεί την διάλυση της φαντασίωσης, το ξεπέρασμά της (αυτό εννοούσα με τον ατυχή όρο απάρνηση). Ο Ζίζεκ κατηγορεί τον Σταυρακάκη ότι θεωρεί την φαντασίωση ως ψευδή συνείδηση και όχι ως την ίδια την πραγματικότητα. Η ταύτιση με την φαντασίωση ήταν μια επεξεργασία του Λακάν της διέλευσης της φαντασίωσης ενώ υπάρχουν και άλλες. Ο Ζίζεκ θέλει να τονίσει ότι η εννοιολόγηση της διέλευσης της φαντασίωσης από τον Σταυρακάκη είναι τελείως αντίθετη από την λακανική σκέψη και επεξεργασία.

Η θέση του Ζίζεκ δεν είναι να ταυτιστούμε με την φαντασίωση αλλά να την αντικαταστήσουμε με μια άλλη μέσω μιας ηρωικής πράξης με ηθικό-πολιτικό περιεχόμενο. Η πράξη αυτή θα επιτρέψει την εισβολή του Πραγματικού και την θεμελίωση μιας νέας συμβολικής τάξης.

Ο Ζίζεκ τονίζει ότι η διέλευση της φαντασίωσης δεν σημαίνει ότι η φαντασίωση καταρρέει και ότι έχουμε πλέον πρόσβαση σε μια πιο αληθινή πραγματικότητα. Η διέλευση της φαντασίωσης σχετίζεται με μια νέα δόμηση της φαντασίωσης. Ο Σταυρακάκης κριτικάρει τον Ζίζεκ ότι αυτό σημαίνει τον εγκλωβισμό σε μια νέα φαντασίωση αλλά ο Ζίζεκ απαντά με έναν αρκετά περίπλοκο θεωρητικό ελιγμό. Υποστηρίζει ότι το αντικείμενο α το οποίο στηρίζει την φαντασίωση αντιστοιχεί σε δύο διαφορετικά πράγματα. Το αντικείμενο α ως συμβολικό αντικείμενο το οποίο καλύπτει την έλλειψη και αποτελεί το αντικείμενο της επιθυμίας , και το αντικείμενο α το οποίο αποτελεί αντικείμενο της ενόρμησης το οποίο είναι το ίδιο το κενό. Έτσι το αντικείμενο α ως κενό ποτέ δεν πληρώνεται και η έλλειψη διατηρείται.



Είναι ο Ζίζεκ Μπενγιανιμικός;

«Επομένως, ο Ζίζεκ δεν (φαίνεται να) είναι “μπενγιανιμικός”.»

Σε συνέντευξή του με τίτλο Divine Violence and Liberated Territories: SOFT TARGETS talks with Slavoj Žižek.αναφέρει : « Οι έννοιες απόφαση και κατάσταση ανάγκης του Σμιτ λειτουργούν έτσι ώστε να ακυρώσουν την κρίσιμη διάκριση του Μπένγιαμιν μεταξύ μυθικής και θεϊκής βίας. Πολλοί αριστεροί φλερτάρουν με την έννοια της φασματικής βίας που ποτέ πραγματικά δεν συμβαίνει ή όπως ο Αγκάμπεν περιμένουν μια μαγική παρέμβαση. Συγγνώμη αλλά ο Μπένγιαμιν είναι πολύ ακριβής.»

Στο πρόσφατο βιβλίο του Violence and In Defense of Lost Causes ο Ζίζεκ γίνεται ολοφάνερα μπενγιαμινικός. Υποστηρίζει ότι η θεϊκή βία αποτελεί καθαρή βία η οποία δεν έχει άλλο σκοπό από το να αποτελεί έκφραση αντίθεσης στην αδικία του κόσμου. Όσοι εκμηδενίζονται από την θεική βία αποτελούν απολύτως και πλήρως ένοχοι. Ο Ζίζεκ πιστεύει ότι οι επαναστάσεις απέτυχαν όχι επειδή ήταν ακραίεςς αλλά επειδή δεν ήταν αρκετά ριζοσπαστικές. Τονίζει ότι η σημερινή αριστερά ντρέπεται για την ιακωβίνικη κληρονομιά της επαναστατικής τρομοκρατίας επειδή επιδιώκει μια επανάσταση χωρίς επανάσταση, μια επανάσταση που να σέβεται τις υπάρχουσες νόρμες, μια επανάσταση ντεκαφεινέ.

Ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος το βιβλίο του οποίου ο Ζίζεκ προλογίζει (με τίτλο Αρετή και Τρομοκρατία.) το έθεσε πιο ωμά: «Αν ελατήριο της λαϊκής κυβέρνησης σε κατάσταση ειρήνης είναι η αρετή, ελατήριο της λαϊκής κυβέρνησης σε επαναστατική κατάσταση είναι συγχρόνως η αρετή και ο τρόμος: η αρετή δίχως την οποία ο τρόμος είναι ολέθριος, ο τρόμος δίχως τον οποίο η αρετή είναι ανίσχυρη. Ο τρόμος δεν είναι άλλο πράγμα από την καίρια, αυστηρή και άτεγκτη δικαιοσύνη».

Επίσης στο συλλογικό έργο (Με Μπάτλερ και Λακλό) Contigency,hegemony, universality: contemporary dialogues o Ζίζεκ αναφέρει ότι: για την θεμελίωση μιας πολιτικής καθολικότητας απαραίτητη είναι η μη ακολούθηση a priori κανόνων (‘’ανθρώπινα δικαιώματα’’,’’δημοκρατία’’) ο σεβασμός των οποίων θα μας αποτρέψει από το να επανασημάνουμε τον τρόμο, την ανελέητη άσκηση της εξουσίας και το πνεύμα της θυσίας.

Ίσως η μόνη ένσταση για το αν ο Ζίζεκ είναι μπενγιαμινικός είναι η προβολή ως επαναστατικού προτύπου αυτού της Αντιγόνης που αντιτίθεται στον Νόμο. Η πράξη της Αντιγόνης είναι αυτοκτονική, παθητική, απορρέει μια ενόρμηση θανάτου. Η κατηγορία που του προσάπτουν είναι ότι επικεντρώνεται σε μια βία που στρέφεται κυρίως στον αυτό και προβάλλεται ως ηρωική ή ως αυτό-θυσία.

Έτσι καταλήγω στο συμπέρασμα οτι ο Ζίζεκ δεν συνοδοιπορεί με τον Ντερριντά σε καμία περίπτωση.



Για τον αναρχισμό

Για τον αναρχισμό νομίζω ότι δύο είναι οι καίριες κριτικές που απαιτούν απάντηση και που η δικιά σου πρόταση νομίζω ότι δεν κατορθώνει να αντικρούσει πλήρως. Η κριτική σχετικά με την φαντασίωση του αναρχισμού για μια κοινωνία αρμονίας καθώς και την ύπαρξη ενός λόγου του Κυρίου μέσα σε αναρχικές ομάδες. Ο κλασσικός αναρχισμός διακατέχεται όντως από μία φαντασίωση αρμονίας. Σύμφωνα με αυτή οι κοινωνικοί δεσμοί έχουν καταπιεστεί από την κυριαρχία της πολιτικής (κράτος). Η άρση των εξουσιαστικών δομών του κράτους θα οδηγήσει σε μια κοινωνία αλληλεγγύης, δικαιοσύνης κτλ. Η αντίληψη αυτή αποδίδει στον άνθρωπο μια θετική ουσία όπου η κοινωνικότητα, η συνεργατικότητα, η επικοινωνία είναι οι δομικοί της λίθοι.

Ο αντι-ουσιοκρατικός αναρχισμός ή μετα-αναρχισμός αναγνωρίζει την βύθιση του παραδοσιακού αναρχισμού στην φαντασίωση. Αντιθέτως ο μετα-αναρχισμός αναγνωρίζει μια επιθυμία για εξουσία στο υποκείμενο. Έτσι ο μετα-αναρχισμός πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με αυτή την τραυματική συνειδητοποίηση- να αποδεχτεί ότι στην καρδιά του υποκειμένου δεν υπάρχει μια ηθική και ορθολογική ουσία αλλά μια επιθυμία για εξουσία. Η διαπίστωση αυτή, ότι πάντα η εξουσία θα είναι παρούσα σε έναν βαθμό σε κάθε πολιτική συμβολοποίηση- ακόμη και σε μια ουτοπική κοινωνία χειραφετημένη από την εξουσία. Αυτή είναι και η άποψη του Νewman με τον οποίο όμως δεν συμφωνώ εξ ολοκλήρου.

Ο Newman υποστηρίζει την αναγκαιότητα μιας πράξης που θα καταλύσει την υπάρχουσα συμβολική τάξη. Η διαφορά του με τον Ζίζεκ είναι ότι αυτός πιστεύει σε μια πράξη δίχως κύριο. Αντιθέτως βρίσκω θετική μια πρόταση που βασίζεται στην μη βία όπως η δικιά σου. Η πράξη μπορεί να καταστεί τερατώδης και να επιβάλλει έναν ολοκληρωτισμό. Επίσης ο Newman υποστηρίζει μια διέλευση της φαντασίωσης χωρίς αντικείμενο α και ανάληψη της ευθύνης του τραύματος (της επιθυμίας για εξουσία).

Συνολικά απορρίπτω την άποψη του Ζίζεκ γιατί η ηγεμονία που προτείνει στηρίζεται στον λόγο του Κυρίου ο οποίος μέσα από την βία και τον εξαναγκασμό επιβάλλει την άποψή του. Η ηρωική πράξη που προτείνει είναι ένα άλμα σε μια χαώδη άβυσσο και ενέχει κάτι της τάξης του μεσσιανικού θαύματος. Επιπλέον η πράξη που προτείνει είναι αυτοκτονική.

Απορρίπτω την άποψη του Λακλό γιατί δεν έχει επεξεργαστεί την έννοια της φαντασίωσης και απωθεί τον ρόλο της jouissance στην πολιτική μεταβολή.


Ο Σταυρακάκης ενώ βασίζεται στην διέλευση της φαντασίωσης ως διαδικασία με το οποίο συμφωνώ στηρίζεται στην άλλη απόλαυση η οποία είναι εντελώς έξω από τις επεξεργασίες του Λακάν. Επίσης αποδέχεται την επιθυμία και την απόλαυση έξω από την φαντασίωση γεγονός αρκετά προβληματικό θεωρητικά.

Ο Newman έχει επηρεαστεί έντονα από τον Ζίζεκ και τον Σταυρακάκη και φαίνεται η λύση που προτείνει να δανείζαται στοιχεία και από τις δύο προσεγγίσεις.



Η αγάπη του Πραγματικού Άλλου

«δε θα χρησιμοποιούσα τη λέξη απόλαυση αποκλειστικά. Υπάρχει αγάπη που αγγίζει την εξωτερικότητα του πραγματικού άλλου. Είναι η αγάπη του Πραγματικού Άλλου πέρα από το σημείο αναγνώρισης»

Η πρόταση αυτή σίγουρα είναι πρωτότυπη επειδή δεν επικεντρώνεται στην φαντασίωση και την απόλαυση και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Ωστόσο ο Λακάν ήταν βαθιά δύσπιστος ως προς την αγάπη την οποία όριζε ως «το να δίνω κάτι (φαλλός, αντικείμενο α) που δεν έχω σε κάποιον που πιθανόν δεν το θέλει. Αυτός ο ορισμός βέβαια ισχύει για την σχέση του υποκειμένου με τον συμβολικό Άλλο. Όταν αναφέρεσαι στον Πραγματικό Άλλο τι ακριβώς εννοείς; Εννοείς το σημαίνον της έλλειψης του Άλλου Σ(Α) δηλαδή την τρύπα του Πραγματικού; Μάλλον ναι γιατί ορίζεις ως Πραγματικό του Άλλου «την ύπαρξή του ως εξωτερικότητα». Τότε όμως θα έπρεπε να καθορίσεις την σχέσης της απόλαυσης με την αγάπη. Επίσης νομίζω ότι ο Λακάν δεν αναφέρεται σε κάποια αγάπη προς το Πραγματικό του Άλλου. Το Πραγματικό του Άλλου είναι τραυματικό, το υποκείμενο επιδιώκει να εξαφανίσει την έλλειψη με κάθε τρόπο μέσα από την φαντασίωση. Δεν υπάρχει κάποια αγάπη για το τραύμα αλλά μόνον απόλαυση από αυτό το τραύμα.

Πάντως η σχέση της αγάπης με την επιθυμία και την ενόρμηση στον Λακάν είναι αρκετά μπερδεμένη και αμφίσημη. Άλλοτε η αγάπη παρουσιάζεται ως διάφορη με την επιθυμία και άλλοτε παρουσιάζει βασικές ομοιότητες. Η αγάπη σκοτώνει την επιθυμία γιατί βασίζεται στην φαντασίωση της ένωσης με τον αγαπημένο και έτσι αφού η έλλειψη πληρώνεται έστω και φαντασιακά, η επιθυμία ως σημαίνον της έλλειψης εξαφανίζεται. Από την άλλη η αγάπη όπως και η επιθυμία δεν ικανοποιείται ποτέ. Επίσης η δομή της αγάπης είναι παρόμοια με την δομή της επιθυμίας. Το υποκείμενο επιθυμεί να γίνει το αντικείμενο της επιθυμίας του Άλλου.

Εικάζω ότι εννοείς την αγάπη ως αγάπη για το αδύνατο, αγάπη για ένα εμπόδιο που εμποδίζει την πραγμάτωση αυτής της αγάπης. Η αγάπη έτσι παρουσιάζεται ως εξήγηση της έλλειψης έμφυλης σχέσης. Κάθε σχέση, είναι σχέση με τον φαλλό όπως το ορίζει ο Λακάν ή η σεξουαλική σχέση (ως πληρότητα) δεν υπάρχει. Η αγάπη μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο πολιτικό σχέδιο; Σε έναν αναρχισμό όπως αυτόν που προτείνεις; Αν αυτό έχεις στο μυαλό σου νομίζω ότι δεν διαφεύγεις από την φαντασίωση πληρότητας. Απλώς έτσι δικαιολογείς την αδυνατατότητα να ξεπεράσεις το εμπόδιο, δηλαδή πάλι προς μια έννοια της απόλαυσης ως εμποδίου οδηγείσαι.

Διαφορετικά αγάπη για το Πραγματικό σημαίνει βίαιος κατακλυσμός της συμβολικής τάξης και κατάρρευσή της. Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι υπάρχει μια επιθυμία για επανάσταση (απλοποιώ λίγο) ενώ η αγάπη για το Πραγματικό υπονοεί μια βία σχεδόν ενορμητική, ακέφαλη, χωρίς περιορισμούς. Δηλαδή με λίγα λόγια εννοώ ότι η αγάπη για το Πραγματικό του Άλλου σημαίνει μια υπέρμετρη και ανελέητη βία χωρίς συμβολικούς περιορισμούς. Η λύση αυτή είναι ακόμη μιο σκληρή, βίαιη και τρομακτική από του Ζίζεκ και δεν έχει τίποτα κοινό με τον αναρχισμό που προτείνεις.

Ωστόσο συμφωνώ ότι στόχος της ψυχανάλυσης είναι να αναλάβει την ευθύνη της έλλειψής του, όμως δεν την αντιλαμβάνομαι ως εκκέντρωση του εγώ αλλά ως υποκειμενοποίηση της επιθυμίας από το υποκείμενο, δηλαδή τον αποχωρισμό από την επιθυμία του Άλλου.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
rakis
Πρύτανης


Εγγραφή: 22 Ιαν 2008
Δημοσιεύσεις: 2857

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τετ Ιούν 02, 2010 11:06 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Αν λοιπόν ο Ζίζεκ είναι ως επί το πλείστον Μπενγιαμινικός, τότε και γω διαφωνώ με την πρότασή του.

Στην κριτική σου προς εμένα ή τέλος πάντων στις διευκρινίσεις που ζητάς:

Στο Σεμινάριο, Λακάν,1978, το μίσος περιγράφεται ως μια διαδρομή χωρίς όρια. Εδώ το μίσος το βλέπω ως ανθρώπινο πάθος. Το μίσος εδώ δεν περιορίζεται από την εικόνα του Άλλου. Είναι όντως ένα καθαρό μίσος, ακόρεστο, οριακά χωρίς αντικείμενο. Πρέπει να προσέξουμε ότι σε αυτό το καθαρό μίσος ως πάθος του Είναι δε διακυβεύεται μία φαντασιακή σύλληψη . Είναι ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό αποκλείοντας το συμβολικό. Άρα, χαρακτηρίζεται από μια απελπισμένη διαύγεια που απαιτεί το θάνατο του συμβολικού, του Νόμου. Κατά συνέπεια, το haine solide κατευθύνεται προς το Είναι , στρέφεται κατά της έλλειψης του Θεού, και είναι πέραν του ορίου φίλος/εχθρός. Αλλά αυτό δείχνει και το μίσος του θεού προς τα δημιουργήματά του.

Παρανοϊκό και καθαρό μίσος δεν αντέχουν τη διαίρεση του Είναι του υποκειμένου. Αυτή η αμφιθυμία είναι δομική στη συναισθηματική διάσταση του ανθρώπου. Εδώ είναι που αγάπη και μίσος συγχέονται και που συνδέει ο Λακάν την ανάγκη της αγάπης με εκείνη του ακρωτηριασμού του αντικειμένου της αγάπης:

«Σε αγαπώ, αλλά αφού ανεξήγητα αγαπώ κάτι σε σένα περισσότερο από σένα-το αντικείμενο α- σε ακρωτηριάζω.»

Στο παρανοϊκό μίσος το υποκείμενο δεν υποκειμενοποιεί το ξένο ως δικό του κακό, αλλά το προβάλλει προς τα έξω , δηλ. προς το αντικείμενο που μισεί.

Στο καθαρό μίσος η απόλαυση είναι η καταστροφή της ζωής ως τέτοιας.

Στο σημείο αυτό είναι που προτείνω την πολιτική της ψυχανάλυσης ενάντια σε μια πολιτική της παράνοιας.

Η ψυχανάλυση έτσι γίνεται εμπειρία υποκειμενοποίησης του οικείου κακού.
Καλείται να κατονομάσει την αμφιθυμία, και όχι να την ακυρώσει όπως κάνει η παρανοϊκή άμυνα. Στην παρανοϊκή άμυνα δεν υπάρχει αγάπη αλλά ερωτομανία ή καταδίωξη.

Όταν λοιπόν λέω πως η αγάπη αγγίζει την εξωτερικότητα του Άλλου , εννοώ «αυτή που μένει ως κατάλοιπο σε σχέση με αυτό που ο Άλλος παροντοποιεί από τη δική μου εξωτερικότητα(το ενορμητικό μου Είναι)»(θέση του Massimo Recalcati ) σε μένα τον ίδιο. :

«Μόνο υποκειμενικοποιώντας το δικό του θάνατο, δηλ. το ριζικότερο δικό του κακόν , έχει το υποκείμενο τη δυνατότητα να προσεγγίσει το συμβάν της αγάπης».

Το παραπάνω είναι πέραν της φαντασίωσης της πληρότητας, γιατί η πράξη αυτή της υποκειμενικοποίησης είναι πέραν του σημείου αναγνώρισης.

"αλλά ως υποκειμενοποίηση της επιθυμίας από το υποκείμενο, δηλαδή τον αποχωρισμό από την επιθυμία του Άλλου.": Με αυτό που λες εσύ θα διαφωνούσα γιατί διαβλέπω ότι υπονοεί τη θανάτωση του Εγώ , πράγμα αδύνατον, γιατί το Εγώ δεν μπορεί να μην είναι ο Άλλος:

"Θυμίζω τη σχέση ανάμεσα στο Νάρκισσο και στην Ηχώ, στο εκπληκτικό κείμενο του Οβιδίου, όπου η φωνή του άλλου είναι αυτή που προσποιείτο ότι επέστρεφε στο Νάρκισσο το τέλος των λόγων του. Η Ηχώ είναι καταδικασμένη από τους Θεούς να μην κάνει τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει το τέλος των φράσεων του Ναρκίσσου, και ο Νάρκισσος αρκείται στο να πιάσει το τέλος μιας φράσης που εκείνη του αναπέμπει και που διαμορφώνει μία άλλη φράση και που καταλήγει στο ότι εκείνη είναι που μιλά, στο ότι είναι οι δικές της λέξεις. Και με αφετηρία ακριβώς τον άλλον, την παραίτηση από τον εαυτό, ο ναρκισσισμός διογκώνεται, διογκώνεται όλο και περισσότερο με την απώλειά του, και αυτή η αντίφαση αποτελεί συγχρόνως το φραγμό και την προϋπόθεσή του. Αυτή επίσης η αναγκαιότητα παιδεύει την πλέον αυτοβιογραφική γραφή, κατά τα φαινόμενα την πιο αυτοβιογραφική, που δίνει την εντύπωση, που προσποιείται ότι δεν μιλά παρά για τον εαυτό της. Και εκεί όπου δεν μπορούμε να ιδιοποιηθούμε τη γλώσσα, εκεί όπου η γλώσσα αποδεικνύεται μη ιδιοποιήσιμη, ακόμη κι όταν πρόκειται για τη μητρική μου γλώσσα, το ιδίωμά μου όπως και η εικόνα μου είναι κάτι που δεν μπορώ να ιδιοποιηθώ."
Ντερριντά

Για αυτό μιλώ για εκκέντρωση και υποκειμενικοποίηση και ριζική απουσία αυταπάτης.
_________________
Truth springs from argument amongst friends

http://rakis1.wordpress.com/
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
opyrgos
Αποκλεισμένο μέλος


Εγγραφή: 30 Νοέ 2007
Δημοσιεύσεις: 13248

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τετ Ιούν 02, 2010 11:47 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Θα ήθελα να κάνω μια πολύ ουσιαστική παρέμβαση στη συζήτηση σχετικά με τον αναρχισμό. Όσο μπόρεσα να διαβάσω απ' τα γραφόμενα, διέκρινα μια έννοια, αυτή του «μετα-αναρχισμού», η οποία εκτός του ότι αποτελεί, αναμφισβήτητα, έναν μεταμοντέρνας προέλευσης νεολογισμό, αναγνωρίζει -διάβασα- εκτός των άλλων, μια επιθυμία για... εξουσία στο υποκείμενο! Επειδή δεν γνωρίζω, από πού προέρχεται αυτή η έννοια και ποιοί είναι οι θεμελιωτές της; Όχι τίποτε άλλο, αλλά για δούμε και κατά πόσο αυτή η θεωρητική συζήτηση είναι ένας αντικατοπτρισμός του αναρχισμού, έτσι όπως εκφράζεται στις μέρες μας, ή είναι απλά μια ακόμα θεωρητική/ακαδημαική συζήτηση που προσπαθεί να θολώσει κι άλλο τα νερά στο πλαίσιο της κυριαρχίας πλέον του μεταμοντέρνου σχετικισμού.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
rakis
Πρύτανης


Εγγραφή: 22 Ιαν 2008
Δημοσιεύσεις: 2857

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Πεμ Ιούν 03, 2010 5:54 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Φίλε ,

όπως το βλέπω ο μετα-αναρχισμός είναι η κριτική απέναντι στον κλασικό αναρχισμό και στα a priori του.

Δεν είναι ένα μετά- ότι δηλ. τον ξεπερνά, αλλά επειδή τον απαλλάσσει από ρομαντικές εκδοχές.

Τώρα, αυτή την τάση για εξουσία δεν μπορώ να τη δεχτώ παρά με την έννοια ότι το Εγώ είναι καταρχήν εξουσιαστικό ως σύμπτωμα, και όχι στη βάση κάποιου βιολογισμού,νατουραλισμού. Για αυτό και προτείνω την εκκέντρωση, διότι θεωρώ ότι ο ναρκισσισμός είναι ανεξάλειπτος. Παράλληλα όμως, πιστεύω σε πρακτικές συναίνεσης κι ας το 1 χωρίζεται σε πολλά.


ΥΓ. Για τους Καστοριάδη-Λακάν

Το Καστοριαδικό φαντασιακό μοιάζει με το Λακανικό φαντασιακό, στο ότι παράγει σημασίες ;
Είναι όντως έτσι;
Βέβαια, Ο ΚΚ πολλές φορές χρησιμοποιεί λεξιλόγιο ουσιοκρατικό, αλλά ένας καστοριαδικός νομίζω θα ανταπαντούσε ότι οι φαντασιακές σημασίες δεν προϋπάρχουν αλλά συν-δημιουργούνται , δηλ. cum nihilo.
Πρόκειται για ανάδυση σημασιών, που συμβαδίζει με πραγματικές ανακατατάξεις.
Ως εδώ ο Λακανικός θα τον κατηγορούσε για το ότι μένει στο επίπεδο του φαντασιακού και επομένως το υποκείμενο παραμένει προσκολλημένο στη φαντασίωση. Παραλείπεται δηλ. από τον ΚΚ η σημασία του Πραγματικού.
Από την άλλη όμως ο ΚΚ με την αυστηρή και πολύ ορθή κριτική στην ταυτιστική λογική, δεν αποδέχεται ότι πάντα κάτι διαφεύγει;
Και σε συνδυασμό με την έμφαση του ΚΚ στην πράξη, δεν είναι σα να αποδέχεται το απρόβλεπτο , το απροϋπόθετο , κάτι σαν την εισβολή του λακανικού Πραγματικού;

Ίσως ο Kraftwek έχει δίκιο στο ότι ο ΚΚ υπερβάλλει με την έμφαση στη διαύγαση και στην ατέρμονη διαδικασία ομφαλοσκόπησης , σε αντίθεση με τον Λ. που στρέφεται σε ένα τέλος της ατελείωτης διερώτησης και στην πρόταση ότι για την εξάρθρωση της φαντασίωσης το υποκείμενο πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι είναι ήδη διχασμένο, και ελλιπές τόσο αυτό όσο και ο Άλλος;

Απ' την άλλη,με όμοιο τρόπο ο ΚΚ τονίζει ότι το άτομο πρέπει να δεχθεί τη θνητότητά του. Αυτό δε μοιάζει με κάποια προσπάθεια εκκέντρωσης του Εγώ και του ναρκισσισμού του;
Τι λέτε, το παρατραβάω;

Μάλλον η βασική διαφορά που επηρεάζει και όλα τα παραπάνω είναι ότι η διαλεκτική ασυνείδητου-συνειδητού στον ΚΚ, στον Λακάν είναι ένα αγεφύρωτο χάσμα.

Θέλω τη γνώμη σας.
_________________
Truth springs from argument amongst friends

http://rakis1.wordpress.com/
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
opyrgos
Αποκλεισμένο μέλος


Εγγραφή: 30 Νοέ 2007
Δημοσιεύσεις: 13248

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Πεμ Ιούν 03, 2010 1:34 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Το ζητούμενο όμως είναι ποιοί κάνουν αυτή την κριτική στον κλασικό αναρχισμό και στα a priori του. Η ίδια η κοινωνία; Οι διάφοροι αγωνιστές, μέσα από την εμπειρία των κοινωνικών αγώνων, ή οι διανοούμενοι και ακαδημαικοί; Και επίσης, κάθε κριτική έχει ένα σκοπό, ένα επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Πού σκοπεύει λοιπόν αυτή η κριτική; Στο να τελειοποιήσει κάποιο μελλοντικό δικαστή ή αξιωματούχο της αστυνομίας ή αντίθετα στην αποσαφήνιση κάποιων απόψεων του εχθρού και άρα στη διευκόλυνση εκείνων των ανατρεπτικών ενεργειών που εκδηλώνονται στο τέλος μιας επώδυνης διαδικασίας απόκτησης ατομικής ή κοινωνικής συνείδησης;

Υ.Γ. Αν δούμε το φαντασιακό από την πλευρά εκείνου που παράγει σημασίες, τότε οι ομοιότητες του καστοριαδικού με το λακανικό φαντασιακό είναι προφανείς. Δεν θα πρέπει όμως να μας διαφύγει το γεγονός ότι στις δύο αυτές περιπτώσεις μιλάμε για διαφορετικά επίπεδα. Το καστοριαδικό φαντασιακό ή, ακριβέστερα, οι «κοινωνικές φαντασιακές σημασίες», εντοπίζονται στο επίπεδο της κοινωνίας. Αντίθετα, το λακανικό φαντασιακό εντοπίζεται στο επίπεδο του ατόμου, του υποκειμένου.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
rakis
Πρύτανης


Εγγραφή: 22 Ιαν 2008
Δημοσιεύσεις: 2857

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Πεμ Ιούν 03, 2010 2:29 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Για το πρώτο ίσως θα μπορούσε να σου απαντήσει ο kraftwek.
Εγώ πραγματικά δεν ξέρω.

opyrgos έγραψε:
Αντίθετα, το λακανικό φαντασιακό εντοπίζεται στο επίπεδο του ατόμου, του υποκειμένου.


Για το τελευταίο θα διαφωνούσα, γιατί η λακανική θέση είναι ότι το Εγώ είναι ως εκ της δομής του ένας άλλος, δηλ. το κοινωνικό/πολιτισμικό.
_________________
Truth springs from argument amongst friends

http://rakis1.wordpress.com/
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
opyrgos
Αποκλεισμένο μέλος


Εγγραφή: 30 Νοέ 2007
Δημοσιεύσεις: 13248

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Πεμ Ιούν 03, 2010 7:00 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Ίσως δεν έγινα κατανοητός. Αναφέρομαι στο λακανικό φαντασιακό ως ένα από τα επίπεδα της ψυχής, δηλαδή αυτό που έχει να κάνει με εικόνες, αναπαραστάσεις και που δημιουργείται σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξης το οποίο ο Λακάν αποκαλεί «στάδιο του καθρέφτη». Στο στάδιο αυτό που το νήπιο δεν είναι ακόμα συγκροτημένο ως άτομο, δεν έχει πλήρη εικόνα του εαυτού του και βλέπει ή «φαντάζεται» τον εαυτό του να αντανακλάται -είτε κατά κυριολεξία στον καθρέφτη είτε αλληγορικά στον «καθρέφτη» του βλέμματος του άλλου- ως «πλήρες πρόσωπο». Αυτό εννοώ.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
rakis
Πρύτανης


Εγγραφή: 22 Ιαν 2008
Δημοσιεύσεις: 2857

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Σαβ Ιούν 05, 2010 6:59 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Αν λοιπόν ο Καστοριάδης επαναφέρει το καντιανό "εγώ σκέφτομαι" ο Λακάν αντιπαραθέτει "το υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει".

Αν ο Καστοριάδης προτείνει στο υποκείμενο ως έναν καινούργιο σύντροφο μια άλλη φαντασίωση, ο Λακάν προτείνει για καινούργιο σύντροφο το σύμπτωμα ως συμβάν του σώματος.

Αν ο Καστοριάδης ρέπει προς το νόημα, ο Λακάν ρέπει προς το μη-νόημα.

Στον μεν η ψυχαναλυτική πράξη είναι διαλεκτική σύλληψη νοήματος, στον δε είναι η δημιουργία οπών ως προς το νόημα.
_________________
Truth springs from argument amongst friends

http://rakis1.wordpress.com/
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
kraftwerk
Επίκουρος


Εγγραφή: 29 Μάϊ 2008
Δημοσιεύσεις: 43

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Κυρ Ιούν 06, 2010 12:44 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Φίλε rakis,

Νομίζω ότι προσπαθείς να αναπτύξεις με την έννοια της αγάπης, μια προοπτική πέρα από την φαντασίωση (τουλάχιστον έτσι το εκλαμβάνω εγώ). Πιστεύω ότι όταν μιλάς για την αγάπη έχεις στο μυαλό σου κυρίως τον Ντερριντά και στην συνέχεια προσπαθείς να το συνδυάσεις με την έννοια που δίνει σε αυτή ο Λακάν. Μια λακανική αριστερά που εμπνέεται από τον Ντερριντά παρουσιάζει ενδιαφέρον μια και συχνά υπάρχει μια διαρκή ένταση μεταξύ της αποδόμησης και της λακανικής ψυχανάλυσης. Βέβαια μια τέτοια προσπάθεια είναι ιδιαίτερα δύσκολη αν νομίζω μπορεί κάποιος να διακρίνει αρκετές ομοιότητες εκτός από τις πολλές διαφορές μεταξύ Ντερριντά και Λακάν.


Καταρχήν θα ήθελα να ασκήσω μια σύντομη αλλά περιεκτική κριτική στον Ντερριντά. Ο λόγος της αποδόμησης έχει δομή διαστροφική και παρακάτω θα δικαιολογήσω αυτόν τον χαρακτηρισμό. Η αποδόμηση θεμελιώνεται στη βάση δύο κινήσεων κατά την προσέγγιση ενός κειμένου. Η πρώτη κίνηση προϋποθέτει την ύπαρξη ενός σχετικά σταθερού νοήματος, μιας συγγραφικής πρόθεσης. Η δεύτερη κίνηση περιλαμβάνει την αποσταθεροποίηση αυτού του σχετικά σταθερού νοήματος με την υιοθέτηση διάφορων αποδομητικών στρατηγικών όπως η αναστροφή κτλ. Το θεωρητικό εγχείρημα της αποδόμησης βασίζεται σε έναν σκληρό διαστροφικό πυρήνα με κύριο μηχανισμό αυτό της απάρνησης. Η απάρνηση βασίζεται στο ότι ενώ γνωρίζω κάτι δρω σαν να μην το γνωρίζω, σαν να το παραβλέπω ηθελημένα. Έτσι λειτουργεί και ο Ντερριντά μέσα από την αποδόμηση. Ενώ γνωρίζει ότι δεν υπάρχει σταθερό νόημα και συγγραφική πρόθεση μέσα στο κείμενο, τα προϋποθέτει έτσι ώστε να τα αποδομήσει στην συνέχεια. Επίσης διαστροφική δομή παρουσιάζεται και σε άλλο σημείο του αποδομητικού εγχειρήματος. Ο Ντερριντά θεωρεί την δομή έκκεντρη, χωρίς κέντρο και αναφέρει ότι συχνά κάποιο υπερβατικό σημαινόμενο έρχεται να λειτουργήσει ως κέντρο και να αποκρύψει την ελλειπτικότητα της δομής. Ωστόσο η έννοια της δικαιοσύνης, της ηθικής λειτουργούν παραδόξως ακριβώς έτσι, ως κέντρο της δομής. Ο Ντερριντά για άλλη μια φορά λειτουργεί διαστροφικά. Ενώ γνωρίζει ότι κάθε δομή είναι χωρίς κέντρο δεν διστάζει να αναγνωρίσει ένα κέντρο.


Για την αγάπη του Ντερριντά

Ο Ντερριντά απορρίπτει το κλασικό μοντέλο της αγάπης ως ένωσης ή συγχώνευσης το οποίο συναντάται στο μύθο του Αριστοφάνη στο Συμπόσιο. Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο ο άνδρας και η γυναίκα ήταν αρχικά ενωμένοι (ερμαφρόδιτο) όμως στην συνέχεια χωρίστηκαν και από τότε αναζητά το ένα μισό, το άλλο μισό. Ο Ντερριντά υιοθετεί την την λεβινασιανή θεωρία της ασσυμετρίας, η οποία ορίζει την αγάπη ως άπειρη απόσταση ή την ριζική μη προσβασιμότητα. Η αγάπη για τον άλλο σε αυτό το μοντέλο απαιτεί τον σεβασμό αυτής της απόστασης, που σημαίνει ότι η αγάπη δεν είναι η επιθυμία να κατέχω κάποιον ή να περιμένω αντάλλαγμα από αυτόν/ην. Αγάπη είναι η απρουπόθετη κατάφαση του άλλου. Αυτή η απόσταση δεν είναι εμπόδιο αλλά προϋπόθεση της αγάπης. Η αγάπη για τον Ντερριντά είναι καταρχήν ναρκισσιστική. Αγαπώ τον εαυτό μου για να μπορέσω να αγαπήσω τον άλλο. Ουσιαστικά ο Ντερριντά ισχυρίζεται ότι αγαπώ τον ευατό μου μέσα από τον άλλο, δηλαδή αγαπώ τον άλλο μέσα από τον επαναπροσανατολισμό της αγάπης για τον αυτό μου.

Ο Ντερριντά μέσα από αυτή την προσέγγιση δεν ξεφεύγει από την φαντασιακή διάσταση της αγάπης, αυτή που διακατέχει το υποκέιμενο κατά το στάδιο του καθρέφτη όταν συγκροτείται το εγώ. Η αγάπη ως ναρκισσιστική έκφραση του Εγώ διαμέσου της εικόνας επεκτείνεται από τον Ντερριντά ακόμη και όταν εκείνος επιδιώκει να εξηγήσει την αγάπη μεταξύ του υποκειμένου και του Άλλου. Η φαντασιακή αγάπη διογκώνεται και εξαφανίζει την αγάπη ως συμβολική επιθυμία αναγνώρισης από τον Άλλο. Η αγάπη για τον Ντερριντά είναι πάντα αγάπη προερχόμενη από το εγώ και κατά την γνώμη μου δεν απομακρύνεται έτσι καθόλου από την φαντασίωση πληρότητας αφού δεν εξηγεί την αγάπη ως αποτέλεσμα της έλλειψης από το υποκείμενο που αναζητά την αναγνώριση από τον Άλλο. Το εγώ είναι πλήρες και το άνοιγμα στον Άλλο δεν είναι και αυτό παρά μια ναρκισσιστική επιβεβαίωση.

Για την αγάπη του Λακάν.

Ο Λακάν προσεγγίζει την αγάπη με αρκετά επαρκέστερο και λεπτομερέστερο τρόπο από ότι ο Ντερριντά. Ο Λακάν μιλά για τρία πάθη την αγάπη, το μίσος και την άγνοια εμπνεόμενος από τον βουδισμό. Στην συνέχεια επιδιώκει να καθορίσει το ιδαίτερο καθεστώς του καθενός με την βοήθεια της τοπολογίας και συγκεκριμένα με την εισαγωγή του λεγόμενου βορόμιου κόμβου. Ο βορόμιος κόμβος συνθέτει τις τάξεις του συμβολικού, φανταστικού μεταξύ τους. Οι τρεις διατομές των τριών τάξεων ορίζουν και αντίστοιχα πάθη. Η διατομή μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού όπως λες αντιστοιχεί στο μίσος. Έτσι ο Λακάν διακρίνει το φαντασιακό μίσος για την εικόνα με το καθαρό μίσος που σχετίζεται με το πραγματικό. Το καθαρό μίσος στοχεύει στην εκμηδένιση του Άλλου, επιδιώκει την κατάρρευση του Νόμου αλλά και πέρα αυτού. Η άγνοια τοποθετείται στην διατομή μεταξύ του φανταστικού και συμβολικού ενώ η αγάπη τοποθετείται στην διατομή μεταξύ συμβολικού και πραγματικού. Η αγάπη τοποθετείται στο συμβολικό επειδή πάντα η επιθυμία του υποκειμένου είναι επιθυμία αγάπης-αναγνώρισης από τον Άλλο. Ωστόσο η αγάπη τοποθετείται και στο πραγματικό επειδή αναφέρεται στην καθαρή αγάπη.

Έτσι κατανοούμε ότι η αγάπη και το μίσος πέρα από τις φανταστικές και συμβολικές τους διαστάσεις ενέχονται και στην τάξη του πραγματικού, δηλαδή στο επίπεδο της ενόρμησης. Πράγματι η καθαρή αγάπη και το καθαρό μίσος είναι χωρίς αντικείμενο αλλά εδώ αναφερόμαστε στην συμβολική λειτουργία του αντικειμένου. Αντικείμενο της ενόρμησης δεν είναι το αντικείμενο αίτιο της επιθυμίας αλλά το αντικείμενο α ως ενσάρκωση του κενού. Δηλαδή η ενόρμηση περιστρέφεται διαρκώς γύρω από ένα κενό το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο το οποίο στοχεύει. Αυτή η κυκλοφορία της ενόρμησης γύρω από το αντικείμενο α είναι αυτό που δημιουργεί την απόλαυση και διατηρεί την επιθυμία. Έτσι κατανοούμε ότι το ενορμητικό αντικείμενο της αγάπης και του μίσους είναι το αντικείμενο α ως ενσάρκωση του κενού. Η ενόρμηση δεν αποτελεί φαντασίωση αλλά την στηρίζει, μέσα από την απόλαυση. Έτσι καταλήγω ότι η αναφορά στον Πραγματικό Άλλο αφορά τον Άλλο ως απόλαυση, ως Πράγμα (Ding). Η θέση αυτή είναι πολύ κοντινή της θέσης του Ζίζεκ όσο και του Μπαντιού οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει ένα πάθος για το Πραγματικό.

Ο Ζίζεκ και ο Σταυρακάκης συμφωνούν το αντικείμενο της ενόρμησης είναι το κενό και το υποκείμενο πρέπει να παραιτηθεί από την προσπάθεια κατοχής του. Με διαφορετική διατύπωση το υποκείμενο οφείλει να συμφιλιωθεί με την έλλειψη στον Άλλο, με την τρύπα της συμβολικής τάξης. Βέβαια αυτό οδηγεί στην αποδοχή ότι κανείς δεν μπορεί να με καταστήσει πλήρη γιατί κανείς δεν κατέχει αυτό που μου λείπει.. Η έλλειψη αυτή, το ριζικό κακό που με ενοικεί είναι ο θάνατος. Ο τερματισμός της ανάλυσης είναι και συμφιλίωση με τον θάνατο Αυτό όντως μπορεί να ταυτιστεί με μια διαδικασία πένθους του παντοτινά χαμένου αντικειμένου της απόλυτης απόλαυσης και παραίτησης από αυτό. Έτσι ο αποχωρισμός από την επιθυμία του Άλλου δεν σημαίνει θανάτωση του εγώ σε καμία περίπτωση αλλά συμφιλίωση με τον τραυματικό πυρήνα της ύπαρξης, με το Πραγματικό, δηλαδή με το ριζικό κακό, τον θάνατο

Μέχρι αυτό το σημείο συμφωνούν όλες οι εκδοχές της λακανικής αριστεράς. Η συνέχεια όμως είναι αρκετά διαφορετική για τον καθένα. Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι το πάθος για το Πραγματικό μας οδηγεί στον βίαιο μετασχηματισμό του συμβολικού ενώ στην τάξη του πραγματικού η ενόρμηση συνεχίζει να μην ικανοποιείται παρά περιστρέφεται γύρω από το κενό. Ο Σταυρακάκης επίσης συμφωνεί ότι στην πολιτική πρέπει να εγχύσουμε περισσότερο πάθος αλλά προτείνει την διέλευση της φαντασίωσης και όχι την ανατροπή και αντικατάστασή της από μια άλλη φαντασίωση. Ο Ντερριντά πως θα απαντούσε σε αυτό το ερώτημα; Με την εκκέντρωση του υποκειμένου; Μπορείς να κάνεις μια πιο λεπτομερή αναφορά στην διαδικασία αυτή; Η εκκέντρωση του υποκειμένου δεν προϋποθέτει ένα υποκείμενο πλήρες; Το υποκείμενο είναι έκκεντρο εξαιτίας της έλλειψης που το διαπερνά. Αναφέρεσαι σε εκκέντρωση του εγώ αλλά όχι στην εκκέντρωση του Άλλου και στο πως το υποκείμενο σχετίζεται με την φαντασίωσή του. Εκκέντρωση του εγώ δεν είναι δυνατή, το εγώ είναι πάντοτε φανταστική ολότητα και πληρότητα. Την εκκέντρωση του εγώ θα την εξηγούσα με λακανικούς όρους ως πτώση των φανταστικών ταυτίσεων και την αποδοχή της έλλειψης. Αν την εννοείς έτσι τότε συμφωνώ.


Φίλε opyrgos

Ο μετα-αναρχισμός δεν υπονοεί το ξεπέρασμα του αναρχισμού αλλά την επιρροή από τον μεταδομισμό πχ Λακάν, Φουκώ, Ντελέζ, Ντερριντά, Λυοτάρ. Η κριτική που ασκεί ο μετα-αναρχισμός στον αναρχισμό προέρχεται κυρίως από ακαδημαϊκούς και αυτό είναι πολύ λυπηρό. Η κατανόησή του απαιτεί μια εξοικείωση με το μεταδομισμό και τις θεωρητικές του παραδοχές και αυτό πιθανόν τον καθιστά πολύπλοκο και απωθητικό. Η κριτική που ασκεί δεν περιορίζεται στον αναρχισμό αλλά επικεντρώνεται σε πολιτική πρόταση και έναν στρατηγικό σχεδιασμό κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο μετα-αναρχισμός αποδέχεται ότι το κράτος δεν αποτελεί την μοναδική πηγή εξουσίας που επιβάλεται με την βία. Επιδιώκει να προσεγγίσει την μικροφυσική της εξουσίας στην καθημερινότητα και να μην ανάγει την καταπίεση αποκλειστικά στο κράτος (μακροφυσική της εξουσίας). Μέσα από τον μετα-αναρχισμό οι σχέσεις ανταγωνισμού δεν αποκρύπτονται και δεν ρομαντικοποιούνται. Απλά ο ανταγωνισμός μετατρέπεται σε αγωνισμό κάτι που προϋποθέτει το ξεπέρασμα της αντίθεσης φίλος/εχθρός και την αποδοχή της ύπαρξης διαφορετικών ανταγωνιστικών σχεδίων και πολιτικών. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται η αποφυγή της μετατροπής του αναρχισμού είτε σε ολοκληρωτισμό είτε σε φαντασίωση πληρότητας/ ουτοπίας.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
rakis
Πρύτανης


Εγγραφή: 22 Ιαν 2008
Δημοσιεύσεις: 2857

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Κυρ Ιούν 06, 2010 9:21 am    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Καταρχάς η κριτική αυτή στον Ντερριντά θα ίσχυε και για τον Λακάν με την έννοια ότι απ'τη στιγμή που λέμε κάτι επιδιώκουμε μια μετα-γλώσσα.
Κάποιος είχε πει ότι άπαξ και γίνεις λακανικός παραμένεις μια ζωή λακανικός.


Την εκκέντρωση με την έννοια ότι το υποκείμενο είναι ήδη διχασμένο τη δέχομαι και γω, όπως ήδη θα έχεις καταλάβει.

Η εκκέντρωση που αναφέρω ως κατάδειξη της αμφιθυμίας σημαίνει (δέξου την ως εκκέντρωση 2, ή τέλος πάντων να την εγκαταλείψω) αποδιάρθρωση του Εγώ, ήτοι αμφισβήτηση της τελμάτωσης και του αμυντικού καθεστώτος του Εγώ.

Αυτό δεν καταστρέφει το Εγώ όπως θα υπονοούσε η λέξη που χρησιμοποίησες "αποχωρισμός"(να είδες και γω κολλάω σε μια σου λέξη) από την επιθυμία του άλλου. Η διευκρίνισή σου όμως: "συμφιλίωση" νομίζω μας φέρνει πιο κοντά.

Αυτή εν τέλει η συμφιλίωση ή αποτελμάτωση υπερασπίζεται ένα δικαίωμα στη ζωή που ανοίγεται πέραν μιας οικονομίας του δυνατού, που αγκαλιάζει μια ανοικονομία του αδυνάτου, ένα απροϋπόθετον χωρίς κυριαρχία.
Πρόκειται για μια περιοχή όπου πάντοτε φυλλάσσεται μια θέση για την απρόβλεπτη - απρογραμμάτιστη έλευση του άλλου, δηλ. την απροϋπόθετη φιλοξενία.(κάπως έτσι νομίζω θα απαντούσε ο Ντερριντά)

Παράθεση:
Αναφέρεσαι σε εκκέντρωση του εγώ αλλά όχι στην εκκέντρωση του Άλλου και στο πως το υποκείμενο σχετίζεται με την φαντασίωσή του. Εκκέντρωση του εγώ δεν είναι δυνατή, το εγώ είναι πάντοτε φανταστική ολότητα και πληρότητα. Την εκκέντρωση του εγώ θα την εξηγούσα με λακανικούς όρους ως πτώση των φανταστικών ταυτίσεων και την αποδοχή της έλλειψης. Αν την εννοείς έτσι τότε συμφωνώ.


Εκτιμώ πως οι 2 προσεγγίσεις είναι συνοδοιπόροι
_________________
Truth springs from argument amongst friends

http://rakis1.wordpress.com/
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
opyrgos
Αποκλεισμένο μέλος


Εγγραφή: 30 Νοέ 2007
Δημοσιεύσεις: 13248

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Δευ Ιούν 07, 2010 8:08 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Φίλε kraftwerk, καταλαβαίνω ποια είναι η κριτική του λεγόμενου μετα-αναρχισμού στον κλασσικό αναρχισμό. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι ποιος διατύπωσε αυτό τον όρο. Γιατί αν αυτός ο όρος διατυπώθηκε από διάφορους ακαδημαικούς, υπάρχει κάτι που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του. Είναι εκείνο που έγραφε ο πρίγκιπας Κροπότκιν, ότι «ο αναρχισμός έλκει την καταγωγή του από το λαό και θα διατηρήσει τη ζωτικότητα και τη δημιουργική του δύναμη αρκετά μόνο εάν παραμείνει κίνημα του λαού». Αν ισχύει αυτό, πόσο αξιόπιστος μπορεί να είναι ένας όρος που έλκει την καταγωγή του από τα ακαδημαικά έδρανα;

Ο αναρχισμός δεν είχε ποτέ μια συγγένεια με τα ακαδημαικά έδρανα. Και ως προς αυτό διαφέρει από άλλα κοινωνικά κινήματα, όπως για παράδειγμα το μαρξισμό που υπήρξε ένα κίνημα που επινοήθηκε από ένα Ph.D., έστω και αν στη συνέχεια μεταφράστηκε σε ένα κίνημα που είχε ως στόχο να συσπειρώσει την εργατική τάξη στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος
kraftwerk
Επίκουρος


Εγγραφή: 29 Μάϊ 2008
Δημοσιεύσεις: 43

ΔημοσίευσηΔημοσιεύθηκε: Τρι Ιούν 08, 2010 11:08 pm    Θέμα δημοσίευσης: Απάντηση με Συμπερίληψη

Rakis

Έχεις απόλυτο δίκιο. Η λακανική ψυχανάλυση παρουσιάζει την ίδια διαστροφική δομή με την αποδόμηση. Δέχεται ότι το συμβολικό είναι ελλειπτικό, ωστόσο αναγνωρίζει σε αυτό ένα κύριο σημαίνον που λειτουργεί ως κέντρο της δομής και καλύπτει την έλλειψη. Αναγνωρίζει ότι το αντικείμενο α είναι για πάντα χαμένο και αποτελεί ενσάρκωση του κενού αλλά ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι αποτελεί το αντικείμενο που καλύπτει την έλλειψη του υποκειμένου. Η αναγνώριση από τη μια ότι κάθε δομή είναι έκκεντρη και από την άλλη η αναγνώριση ενός κέντρου που πρέπει να αποσταθεροποιηθεί είναι ένα πρόβλημα που ούτε ο Ντερριντά αλλά ούτε και ο Λακάν έλυσαν ποτέ. Η διαφορά τους είναι στο ότι ο Λακάν δίνει έμφαση στην έλλειψη, στο κενό ενώ ο Ντερριντά , στο διαρκές παιχνίδι των σημαινόντων, στη διαφωρά.

Επίσης ένα πρόβλημα της λακανικής ψυχανάλυσης είναι ότι προϋποθέτει ένα είδος υποκειμένου πάνω στο οποίο πραγματοποιούνται οι ταυτίσεις. Μια εύκολη απάντηση είναι η αποδοχή της ύπαρξης ενός βιολογικού, προλογοθετικού σώματος που κυριαρχεί η απόλαυση και που στη συνέχεια επενδύεται το κοινωνικό. Αυτή την αντίφαση την οποία έχει κατακρίνει η Μπάτλερ, επιδίωξε να επιλύσει ο Ζίζεκ με την καταφυγή στην λακανική έννοια του υποκειμένου που υποτίθεται ότι πιστεύει. Το υποκείμενο υποτίθεται και δεν νομίζω ότι αυτή η λύση είναι πολύ καλή. Μάλλον το θέμα παραμένει άλυτο ακόμη και σε λακανικά πλαίσια.

Επίσης η έννοια του Πραγματικού συνδέεται εύκολα με τον χαμένο παράδεισο κτλ και μπορεί εύκολα να σχετιστεί με την θεολογία. Μοιάζει με θεολογία λέει ο Σταυρακάκης αλλά δεν είναι. Πάντως αυτό δεν απέτρεψε θεολόγους να δημοσιεύουν σχετικές εργασίες, όπως επίσης και την έκδοση τόμου με τίτλο ο Λακάν και ο θεολογικός λόγος.

Νομίζω ότι τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι και εγώ προσεγγίζω κριτικά τον Λακάν.

Όσον αφορά την έννοια του αποχωρισμού θα ήθελα να την επεξηγήσω καλύτερα. Ο αποχωρισμός είναι διαδικασία δύο βημάτων.


1) Αποχωρισμός του υποκειμένου από το Εγώ. Αποδοχή της έλλειψης του υποκειμένου. Το υποκείμενο παραιτείται από τον Άλλο ως απόλαυση.

2) Πέρα από τον ευνουχισμό. Αποχωρισμός του υποκειμένου από το αντικείμενο α- αίτιο της επιθυμίας του (το οποίο κατέχει ο Άλλος) με την διέλευση της φαντασίωσης. Το υποκείμενο αποχωρίζεται από τον Άλλο (ως επιθυμία) και το αντικείμενο α και γίνεται το ίδιο, αίτιο της επιθυμίας του. Αναγνωρίζει ότι η έλλειψη δεν προέρχεται από τον Άλλο που ευνουχίζει ή κλέβει την απόλαυση. Η έλλειψη είναι εγγενής στο υποκείμενο. Η ανάληψη της ευθύνης από το υποκείμενο αφορά κυρίως την επιθυμία του ( η οποία δεν είναι πια αλλοτριωμένη επιθυμία, επιθυμία της επιθυμίας του Άλλου) καθώς επίσης την συμφιλίωση τoυ με την έλλειψή του (δεν εξηγείται πλέον ως ευνουχισμός από τον Άλλο.

Η διέλευση της φαντασίωσης είναι κεντρική για μένα. Την αντιλαμβάνομαι διαφορετικά τόσο από τον Ζίζεκ όσο και από τον Σταυρακάκη. Η διέλευση της φαντασίωσης περιλαμβάνει αρχικά την αποσταθεροποίηση του κύριου σημαίνοντος. Αυτό είναι δυνατό με την διαλεκτικοποίηση του κύριου σημαίνοντος δηλαδή με την συσχέτισή του με τα άλλα σημαίνοντα. Το κύριο σημαίνον παύει να λειτουργεί ως τέτοιο όταν συνδεθεί με κάποιο σημαινόμενο (που είναι και αυτό σημαίνον). Έτσι δεν είναι πλέον καθαρό σημαίνον, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως εγγυητής του νοήματος της συμβολικής τάξης. Καθώς το κύριο σημαίνον εκπίπτει από την δομική θέση που το καθιστά κύριο δημιουργείται ένα κενό. Το κενό που αφήνει το κύριο σημαίνον δεν το καταλαμβάνει κάποιο άλλο σημαίνον ούτε και η θέση του μένει κενή. Αν η θέση του μείνει κενή αυτή θα καταλειφθεί σύντομα από κάποιο άλλο σημαίνον που θα λειτουργήσει ως κύριο.

Την θέση του κύριου σημαίνοντος έρχεται να καταλάβει το υποκείμενο. Το υποκείμενο πριν την διέλευση της φαντασίωσης αποτελεί αποτέλεσμα της συμβολικής τάξης, παράγεται από αυτή- υπόκειται σε αυτή. Η κατοχή της θέσης που λειτουργεί ως εγγυητής του νοήματος από το υποκείμενο, του επιτρέπει να δομήσει εκ νέου την φαντασίωση. Έτσι το υποκείμενο αναδύεται πλέον όχι ως σημαίνον του Άλλου αλλά ως εγγυητής της σημαίνουσας αλυσίδας, ως οργανωτής της συμβολικής τάξης. Βέβαια ο διχασμός του υποκειμένου δεν άρεται ποτέ. Το υποκείμενο εξακολουθεί να υφίσταται την έλλειψη και να επιθυμεί. Μόνον που με τον αποχωρισμό από τον Άλλο το υποκείμενο αναγνωρίζει την δικιά του επιθυμία. Η ανάδυση του αυτόνομου υποκειμένου είναι πάντα καθ’οδόν , τοποθετείται πάντα σε ένα απώτερο μέλλον.

Η λύση αυτή που προτείνω ξεπερνά το πρόβλημα που συναντά τόσο ο Ζίζεκ όσο και ο Σταυρακάκης. Και οι δύο τους αναγνωρίζουν ένα τέλος στη διαδικασία της διέλευσης της φαντασίωσης χωρίς όμως να αναγνωρίζουν ότι πάντα υπάρχει ένα ελάχιστο υπόλοιπο, που το υποκείμενο πρέπει να αποδεχτεί και να αναλάβει την ευθύνη του. Πάντα η ανάδυση του υποκειμένου είναι αβέβαιη, πάντα είναι αυτή που θα πραγματοποιηθεί αργότερα. Αυτή η παντοτινή αναβολή της ανάδυσης του υποκειμένου οφείλεται στο ότι ο διχασμός του υποκειμένου είναι πάντα ανεξάλειπτος, το τραυματικό Πραγματικό που αντιστέκεται δεν εξαλείφεται ποτέ. Πιστεύω ότι αυτή η προσέγγιση πλησιάζει αρκετά το γενικό πλαίσιο που θέτει ο Ντερριντά. Όπως αντιλαμβάνομαι εγώ την διαρκή απόσταση δικαίου και δικαιοσύνης με λακανική διάλεκτο θα έλεγα ότι η εμφάνιση του υποκειμένου (αποχωρισμένου από την αλλοτριωτική επιθυμία του Άλλου) αναβάλλεται διαρκώς και είναι εντελώς αβέβαιη. Θα ήθελα την άποψη σου πάνω σε αυτή την θεώρηση της διέλευσης της φαντασίωσης.

Opyrgos

Βασικοί θεμελιωτές του μετα-αναρχισμού είναι ο Saul Newman, ο Todd May και ο Lewis Call. Ο Saul Newman με το βιβλίο του From Bakunin to Lacan: anti-authoritarianism and the dislocation of power βασίζεται σε μια λακανική εκδοχή του αναρχισμού. Ο Todd May με το βιβλίο του The political philosophy of poststructuralist anarchism δίνει μια φουκωική διάσταση ενώ ο Lewis Call με το βιβλίο του Postmodern anarchy είναι επηρεασμένος από τον Μπωντριγιάρ. Ο μετα-αναρχισμός δεν απηχεί ένα συμπαγές σώμα απόψεων ή πολιτικών πρακτικών.

Οι θεωρητικές τους αναζητήσεις θα πρέπει να κριθούν με βάση τα επιχειρήματά τους, τα πολιτικά αποτελέσματα που μπορούν να παράγουν οι απόψεις τους και στο αν συμβάλλουν σε μια βαθύτερη θεωρητική διασάφηση των αρχών του αναρχισμού. Αυτά είναι τα στοιχεία που κατά την γνώμη μου κρίνουν την αξιοπιστία των θεωρητικών τους εγχειρημάτων. Η αξιοπιστία των προσώπων που τα διατυπώνουν κρίνεται από την πολιτική τους δράση και την αταλάντευτη θεωρητική τους θέση και στράτευση. Η διάχυση των θεωρητικών τους απόψεων είναι απαραίτητη και μένει τα κοινωνικά κινήματα να τις απορρίψουν, να τις δεχτούν ή να ενσωματώσουν στοιχεία τους.
Επιστροφή στην κορυφή
Επισκόπηση του προφίλ των χρηστών Αποστολή προσωπικού μηνύματος Επίσκεψη στην ιστοσελίδα του Συγγραφέα
Επισκόπηση όλων των Δημοσιεύσεων που έγιναν πριν από:   
Δημοσίευση νέας  Θ.Ενότητας   Απάντηση στη Θ.Ενότητα    www.filosofia.gr Αρχική σελίδα -> Φιλοσοφικοί Προβληματισμοί Όλες οι Ώρες είναι GMT + 2 Ώρες
Μετάβαση στη σελίδα 1, 2  Επόμενο
Σελίδα 1 από 2

 
Μετάβαση στη:  
Δεν μπορείτε να δημοσιεύσετε νέο Θέμα σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Δεν μπορείτε να επεξεργασθείτε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν μπορείτε να διαγράψετε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση
Δεν έχετε δικαίωμα ψήφου στα δημοψηφίσματα αυτής της Δ.Συζήτησης





Μηχανισμός forum: PHPBB

© filosofia.gr - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του.

Υλοποίηση, Φιλοξενία: Hyper Center